Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

του κύκλου του χρόνου και της βλάστησης: τo πανηγύρι της Παναγίας της Μακελλαριάς




 Στο ετήσιο εορτολόγιο  οι γιορτές προς τιμήν της  Θεοτόκου  κατέχουν εξέχουσα θέση με κορυφαία αυτή της Κοίμησης, το 15Αύγουστο (βλ. και http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2014/07/taurus-sacrifice-in-imbros-island.html, .
 Όλοι οι  σταθμοί του αγιασμένου βίου της ως Θεομήτορος τιμούνται  με την τέλεση πάνδημων πανηγυριών, σύμφωνα με τη βιβλική παράδοση και τη χριστιανική διδαχή  αλλά και σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη και λατρεία για τις θαυματουργές μητρικές, προστατευτικές, θεραπευτικές, παρηγορητικές ιδιότητες  της "δικής τους" μάνας-Παναγίας.
Πέρα από τη χριστιανική σημασία της Παναγίας, θρησκειολογικά, οι εικονικές αναπαραστάσεις της (ως βρεφοκρατούσας, κοιμωμένης, οδηγήτριας κ.λπ.), η πίστη και η λατρεία των πιστών προς αυτήν ως  συμβολικού μητρικού προσώπου έχουν ιδιαίτερα βαθιές  ρίζες σε ανάλογες προ-χριστιανικές  δοξασίες και στην πίστη στην πανάρχαια Μεγάλη Μητέρα, σε όλες τις συμβολικές παραλλαγές της, που την προσωποποιούν μέσα στους αιώνες σε  διαφορετικές σεληνιακές-χθόνιες-μητρικές θεότητες της φύσης, της βλάστησης, της ζωής και του θανάτου. Πίστη αρχετυπική και λατρεία με έντονη εξάπλωση στη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου με τις ενδοχώρες της, η οποία  διοχετεύθηκε και ταυτίστηκε -και με την ανοχή αλλά και τη στρατηγική τακτική της επίσημης Χριστιανικής Εκκλησίας- στο ιερό πρόσωπο της μητέρας του Χριστού. 

 Έχει ενδιαφέρον σε σχέση με τα παραπάνω το ότι οι θεομητορικές γιορτές-σταθμοί του ιερού βίου της Παναγίας έχουν  κατανεμηθεί στον ημερολογιακό  κύκλο του χρόνου με τρόπο που να αναλογούν συμβολικά και να σηματοδοτούν αντίστοιχους σταθμούς στον ετήσιο κύκλο της παραγωγικής διαδικασίας, στον κύκλο της βλάστησης, και μάλιστα αυτόν του σιταριού (αναφέρομαι στην προβιομηχανική εποχή της «παράδοσης», όταν ο παραγωγικός και ημερολογιακός κύκλος άρχιζε εθιμικά τον Σεπτέμβριο).
   Στο λαϊκό φαντασιακό ο θερισμός ισοδυναμεί με  επώδυνη «γέννα» της μάνας-γης μέσα απ’ την οποία προκύπτει πάνω στα αλώνια ο πολύτιμος χρυσός καρπός, το «γέννημα», όπως εύγλωττα λέει και ο μύθος μέσα από τα τραγούδια που ακούγονται στο θέρο: Μια κόρη από το Ρεβενιό στο θέρο κατεβαίνει / βαστάει δρεπάνι ολόχρυσο και βέργα ασημωμένη / δομούς-δομούς εθέριζε, δομούς εκοιλοπόνα / και στο δεμάτι κάθησε κ’ έκαμε το παιδί της… Αποκαμωμένη, άδεια από ζωή η τροφοδότρα γη μετά το μυστηριακό τοκετό, στεγνωμένη από το καλοκαιρινό καύμα  του ήλιου που ξεραίνει τη βλάστηση  και το κορμί της στερεύοντας τα νερά. Η Μάνα-Γη «κοιμάται» ως γριά γυναίκα -πεθαίνοντας κατά κάποιο τρόπο- μέχρι να ξαναγονιμοποιηθεί με το νέο σπόρο ως νεαρή και πάλι νύφη το φθινόπωρο την εποχή των βροχών για να ξαναρχίσει αναγεννώμενη το νέο κύκλο της, σε μια αέναη εναλλαγή ζωής και θανάτου. 


Η "Μαυρηγή" "κοιμάται" κάτω από τα θερισμένα σιάχυα, στο καύμα του Αύγουστου
(Παλιάμπελα Αιτωλ/νίας, θέση "Βαρκό" 23/8/12)

    Η κορυφαία, βαριά γιορτή του Δεκαπενταύγουστου στη μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου, συμπίπτει με αυτό το τέλος του περιοδικού παραγωγικού κύκλου της Μάνας-Γης στο σημείο επαφής με τον επόμενο, καινούριο κύκλο, ανάμεσα στο καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Γιορτή διαβατήρια λοιπόν, «Μικρό Πάσχα», στο μεταίχμιο των δύο εποχών, έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας νεκρικής και ταυτόχρονα αναγεννητικής γιορτής με τελετουργίες όπου συναντιέται και συνυπάρχει αρμονικά η λαϊκή, προχριστιανική παράδοση με την επίσημη χριστιανική. Πέρα από τα πανηγύρια και τα πάνδημα προσκυνήματα στους ιερούς τόπους με τις θαυματουργές Παναγιές, η λαϊκή πίστη εκφράζεται και μέσα από πανάρχαια νεκρικά έθιμα που τελούνται μέσα και έξω από τους ναούς, από γυναίκες ιδιαίτερα, λόγω του μητρικού και του νεκρικού συμβολισμού, είτε από άνδρες ή και από κοινού, σύμφωνα με τις κατά φύλα, ηλικία και κοινωνικό status μοιρασμένες τελετουργικές αρμοδιότητες: στολισμός επιτάφιου, εγκοιμήσεις ή ψαλτικές αγρυπνίες, ολονυχτίες και θρήνος, κόλλυβα, απαρχές (ιερές προσφορές με ψωμιά από το πρώτο στάρι ή τα πρώτα φρούτα της εποχής στους ναούς ή/και τα μνήματα),  θυσίες, νεκρόδειπνα, συμπόσια, χοροί, αγώνες κλπ.
 Όλες αυτές οι τελετουργικές δράσεις αφορούν και τη λιγότερο γνωστή γιορτή της  «Απόδοσης της Θεοτόκου» στις 23 Αυγούστου («τα εννιάημερα της Παναγίας» για τις γυναίκες, δηλαδή το μνημόσυνο για τις εννέα ημέρες από την Κοίμηση, όπως συμβαίνει και για το θάνατο των κοινών θνητών) και τελούνται κατά τόπους αντί του Δεκαπενταύγουστου, όπου υπάρχει ναός ή μονή αφιερωμένος στη μνήμη αυτής της  επετείου.
Τα πανηγύρια της  Παναγίας τελούνται παραδοσιακά στο απόγειο του καλοκαιριού, όταν έχει ολοκληρωθεί ο παραγωγικός κύκλος και οι άνθρωποι διαθέτουν χρόνο σχόλης, καρπούς και προσόδους για να καταναλώσουν  σε μια «τελετουργική σπατάλη». Όπως και στα περισσότερα πανηγύρια βέβαια, αφού η πλειονότητά τους  συμπίπτει με τους μήνες Μάϊο-Σεπτέμβριο για τους ίδιους λόγους αλλά και γιατί οι καιρικές συνθήκες ευνοούν τις υπαίθριες δραστηριότητες (σήμερα βέβαια γιατί για τους περισσότερους συμπίπτουν με την ετήσια άδεια από τη μισθωτή δουλειά). Πέρα από εκδηλώσεις θρησκευτικής πίστης, τα πανηγύρια αποτελούν επίσης συλλογικά, πολυσύνθετα και ύψιστης σημασίας για τις τοπικές κοινότητες κοινωνικά, οικονομικά και επικοινωνιακά γεγονότα, που λειτουργούν ως θεμέλια πολιτισμού  ακόμα και στις μέρες μας, με όποια μορφή μπορεί να επιτελούνται κατά τόπους.
 Ανάλογα με την πίστη στη θαυματουργή δύναμη της κάθε Παναγιάς τοπικά και τις επιμέρους τελετουργικές ιδιαιτερότητες της γιορτής επηρεάζεται και η γεωγραφική, κοινωνική και οικονομική απήχηση και σημασία κάθε σχετικού πανηγυριού, πράγμα που έχει επιπτώσεις και στην προσέλευση πιστών, σε μια διαλεκτική αλληλεπίδραση. Η «τελετουργική σπατάλη», η ανταλλαγή δώρων, οι αγοραπωλησίες προϊόντων που συνοδεύουν απαραίτητα τα πανηγύρια, συμβάλλουν  στην ανακατανομή του πλούτου με τις υλικές και τις χρηματικές ανταλλαγές, σε τοπικό, επαρχιακό ή και ευρύτερο τοπικό επίπεδο. 
Μέσα στους πανέμορφους κατά κανόνα λατρευτικούς τόπους, όπως τα μοναστήρια,  η επικοινωνία με τη Χάρη της χαλαρώνει και παρηγορεί τους πιστούς, πράγμα που σε ατομικό επίπεδο σχετίζεται τόσο με την ψυχική, όσο και τη σωματική υγεία μέσα από τις επιμέρους μαγικοθρησκευτικές θεραπευτικές τελετουργίες. Απ’ την άλλη, η ώσμωση  των υποκειμενικών και των συλλογικών στοιχείων που επιτυγχάνεται μέσα από τις  επιμέρους πανηγυρικές τελετουργίες  προβάλλει και ανανεώνει το συμβολικό και το κοινωνικό σύστημα της ομάδας. Η ερωτική ατμόσφαιρα που δημιουργείται  τους πανηγυρότοπους από τη φυσική ομορφιά του περιβάλλοντος όσο και από τις σχετικές εθιμικές πρακτικές (μουσική, τραγούδια, χοροί, γιορτινό ντύσιμο κ.λπ.) δημιουργεί προϋποθέσεις για ανανέωση του συγγενικού και κοινωνικού ιστού, ενώ μέσα στη συλλογικότητα δοκιμάζονται οι νεωτερισμοί, γίνεται διαπραγμάτευση προσωπικών και κοινωνικών συγκρούσεων, ενισχύονται και προβάλλονται οι ομαδικές ταυτότητες αλλά και οι ετερότητες. Κοινές γιορταστικές  κοινωνικές πρακτικές, όπως  οι χοροί και τα τραγούδια όπου αναδεικνύονται οι συμβολικές αναπαραστάσεις μέσα από τη μουσική αφήγηση και τις τελετουργικές  κινήσεις, επαναβεβαιώνουν στη λαϊκή συνείδηση την ύπαρξη και τη συνοχή της κοινότητας.
   Με άλλα λόγια, στα πανηγύρια οι άνθρωποι ανταμώνουν, επικοινωνούν, ταπεινώνονται και εξυψώνονται, εκφράζονται, επιδεικνύονται, παρατηρούν και παρατηρούνται, συγκρούονται, ερωτεύονται, σπαταλούν ψυχικά, σωματικά και υλικά αποθέματα και επαναπροσδιορίζουν, ομαλά ή συγκρουσιακά,  τη σχέση τους με την κοινότητα, το φυσικό περιβάλλον, το μεταφυσικό, τον κόσμο, μέσα στο τελετουργικό πλαίσιο. Οι θρησκευτικές τελετουργικές δράσεις τόσο μέσα στους χριστιανικούς ναούς όσο και έξω, στο ύπαιθρο ή στις πλατείες αλλά και στα νεκροταφεία των χωριών,  έδιναν επίσης στους ανθρώπους των μικρών, αγροτικών κοινοτήτων της προ-βιομηχανικής εποχής την ευκαιρία να βιώσουν συλλογικά, μέσα στον περιορισμένο τελετουργικό χρόνο, συμπυκνωμένα κοινωνικά και καλλιτεχνικά (εικαστικά, μουσικά, παραστατικά) γεγονότα, που δεν είχαν την ευκαιρία να βιώσουν διαφορετικά. Σήμερα οι μέτοικοι από τα χωριά (και όχι μόνο) κάτοικοι των πόλεων προσπαθούν να ζήσουν όλ’ αυτά επανερχόμενοι κάθε χρόνο στους προγονικούς τόπους τους στα πανηγύρια της Παναγιάς, ως σε απωλεσθέντες παραδείσους που απαρνήθηκαν για τα αστικά κέντρα όπου τους καλεί ο αγώνας για την επιβίωση.
 
ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ  ΜΑΚΕΛΛΑΡΙΑΣ
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΑΝΗΓΥΡΙΟΥ ΤΟΥ 15ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

(ΛΑΠΑΝΑΓΟΙ ΔΗΜΟΥ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΑΧΑΪΑΣ)

[εθνογραφικό ημερολόγιο επιτόπιας έρευνας, 14/8/2006]

Για την Παναγία τη Μακελλαριά  είχα ακούσει πρώτη φορά να μιλάει η Μηλιά Κουργιαλά, στο Κουρτέσι Ηλείας κατά το 1994, όταν έκανα την επιτόπια έρευνα για τους κτηνοτρόφους. Η ίδια, νύφη στους Σουβαρδίτες κτηνοτρόφους που είναι σήμερα μόνιμα εγκαταστημένοι στο  Κουρτέσι, κατάγεται  από το Μικρό Μποντιά Καλαβρύτων, χωριό γειτονικό στη μονή, στην οποία πήγαινε από μικρή στο πανηγύρι.  Αμέσως με είχε εντυπωσιάσει ο προσδιορισμός της Παναγίας ως Μακελλαριάς, δηλαδή αυτή-που-σφάζει, σκοτώνει,  και δη  μαζικά, ιδιότητα  τόσο παράταιρη και αντιφατική  με την Παναγία, στην επίσημη χριστιανική εκδοχή της, τουλάχιστον. Η Μηλιά μου είχε εξηγήσει τότε απαντώντας στη σχετική ερώτησή μου πως το όνομα Μακελλαριά οφείλεται σε μια πολύνεκρη μάχη με τους Τούρκους  που είχε λάβει χώρα κοντά στη μονή, χωρίς να γνωρίζει λεπτομέρειες[1].
Παρόλο που η έρευνά μου για τη μεγάλη Μητέρα-Ελένη περιοριζόταν τότε ακόμα κυρίως στα τελετουργικά τραγούδια και τις αφηγήσεις, αναρωτήθηκα μήπως η θανατηφόρα αυτήεπωνυμία, παράταιρη με τη μητρική μορφή της Παναγίας, ανακρατάει μνήμες θυσιαστικών πρακτικών και δη ανθρωποθυσιών σε κάποια θηλυκή χθόνια θεότητα που μπορεί να κατοικεί διαχρονικά στον ιερό χώρο που είναι χτισμένη η χριστιανική μονή, αφιερωμένη στην Κοίμηση τη  Παναγίας. Τις λαϊκές επωνυμίες στις άγιες μορφές καθώς και τα ανάλογα τοπωνύμια στους λατρευτικούς, ιερούς τόπους όπου θεωρείται ότι αυτές "επιφαίνονται" και εγκατοικούν, τις αποδίδουν οι πιστοί κατά τόπους με βάση τις ανθρώπινες ή υπερβατικές ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά με τα οποία τους επενδύουν. Αυτά τα ονόματα όμως μπορεί να οφείλονται και σε φυσικές ιδιαιτερότητες του ιερού τοπίου, σε τοπικές πολιτισμικές και ιστορικές μνήμες (ιδιαίτερα αν προϋπήρχαν ανάλογα ιερά κτίσματα επιτόπου), σε εποχικά κριτήρια, σε παραγωγικές διαδικασίες, σε κρίσιμα κοινωνικά συμφραζόμενα, κ.ά. Ήδη η κεκοιμημένη Μητέρα Παναγία παραπέμπει στους  χθόνιους και μητρικούς συμβολισμούς που ως  γνωστόν συνδέουν ούτως ή άλλως την Παναγία με την Μεγάλη Μητέρα.
Η έρευνα για την Ελένη απέδωσε στη συνέχεια απροσδόκητα πλούσιους καρπούς που μου έδωσαν πιστεύω τη δυνατότητα να τεκμηριώσω επιτόπια κάποιες συγκεκριμένες σχέσεις της Παναγίας  με την αρχαία μεγάλη βλαστική θεά-Ελένη, πότνια σίτου,  γονιμική Μητέρα και ολέθρια Κυρά  του θανάτου, με τη διαμεσολάβηση της ιστορικής αγίας Ελένης  και του γιου της μεγάλου Κωνσταντίνου τόσο σε συμβολικό,  όσο και σε ναϊκό και ιστορικό-αρχαιολογικό επίπεδο. Έχοντας καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του πελοποννησιακού χώρου με επί τούτου επιτόπια σχετική έρευνα, είχα πλέον επαναλαμβανόμενες ενδείξεις που συνδέουν άμεσα ή έμμεσα την Παναγία με ανθρωποκτονίες  και δη παιδιών. Ο όρος Μακελλαριά  λοιπόν πέρα από τη μνήμη ή και την αιτιολογική κατασκευή σχετικά πρόσφατων ιστορικών γεγονότων σφαγής, δεν ήταν απίθανο να υποδηλώνει και την  ερευνητική υπόθεσή μου για την πολιτισμική μνήμη που μπορεί να αφορά και εδώ διαχρονικά μια θηλυκή ιερή μορφή με ολέθρια χαρακτηριστικά θανάτου αλλά και αναγέννησης, εντοπισμένη στον ιερό αυτό χώρο.
 Αποφάσισα να επισκεφθώ τη Μακελλαριά,  στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης έρευνάς μου για την «Ελένη».  Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι η τοποθεσία της στο νομό Αχαΐας δεν απέχει πολύ από τον τόπο καταγωγής  μου, την Ηλεία και τη γενέτειρά μου, τα Λεχαινά, όπου ούτως ή άλλως κατοικούν πολλοί καλαβρυτινής καταγωγής έποικοι από τον 19ο αιώνα, που κατέκλυσαν τον εύφορο ηλειακό κάμπο μετά την αποχώρηση των Τούρκων και κατά την ακμή της καλλιέργειας της σταφίδας (βλ. Ψυχογιού 1987). Η γειτνίαση εξάλλου της Αχαΐας με την Ηλεία είναι και ο βασικός λόγος που έχω επιλέξει να αφήσω ανεξερεύνητα αρκετά σημεία των δυτικών περιοχών  του εν λόγω νομού όπου έχω εντοπίσει δεδομένα –ναϊκά και άλλα– σχετικά με την έρευνα της «Ελένης», με σκοπό να το πράττω ανεξάρτητα από την εντεταλμένη έρευνα που μου κάλυπτε πριν συνταξιοδοτηθώ υπηρεσιακά  η Ακαδημία.
  Προετοιμαζόμενη λοιπόν ψυχικά και ερευνητικά για την επίσκεψη στη μονή, μια μέρα που φρόντιζα τα μαλλιά μου σε κομμωτήριο των Λεχαινών ρώτησα την κομμώτρια, την Ελένη Γκρίντζου, η οποία  κατάγεται από την Κερπινή Καλαβρύτων,  αν γνωρίζει κάτι σχετικά με τη Μακελλαριά και το πανηγύρι της. Δηλαδή αν γιορτάζει στις 15 (Κοίμηση) ή στις 23 («Απόδοση» κατά την Εκκλησία  ή λαϊκά «Τα εννιάμερα» της Παναγίας) Αυγούστου, αφού γνώριζα ήδη ότι είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση.   Καθώς η φίλη κομμώτρια  μου απαντούσε   ότι έχει μεν ακουστά το μοναστήρι αλλά πως δεν το  είχε επισκεφθεί, ούτε γνώριζε πότε πανηγυρίζει, παρενέβη στη συζήτηση μια από τις νεαρές βοηθούς της.
 –Πανηγυρίζει το Δεκαπενταύγουστο, είπε και σιώπησε.
 Έχοντας την πληροφορία ότι αυτή η κοπέλα μένει στη Γαστούνη και δεδομένου του νεαρού της ηλικίας και του νεωτερικού τρόπου που συνηθίζει να ντύνεται, μου προξένησε έκπληξη η γνώση της για τη Μακελλαριά. Τη ρώτησα λοιπόν πώς ήξερε για τη μονή. «Εκεί με βαφτίσανε, στο πανηγύρι», μου απάντησε και πάλι λακωνικά. Αυτή η πληροφορία ταίριαζε και με το γεγονός ότι το όνομά της είναι Μαρία, οπότε ίσως η βάφτιση να έγινε σε εκπλήρωση τάματος προς την Παναγία, σκέφτηκα.
 –Μα καλά δεν είσαι από τη Γαστούνη, τί σχέση έχεις με τη Μακελλαριά; τη ρώτησα.
Η απορία  μου ήταν δικαιολογημένη, δεδομένου και του ότι όλες οι μονές της Ηλείας είναι παλαιές, ξακουστές, αφιερωμένες στην Παναγία και με  θαυματουργές εικόνες της, οπότε θα μπορούσε το τάμα να είχε γίνει   σε κάποια από αυτές και μάλιστα στην περίφημη βυζαντινή Παναγία Καθολική της Γαστούνης.
 –Μένω τώρα στη Γαστούνη αλλά το χωριό μου είναι κοντά στα Μποντέϊκα, στην Αχαΐα, μου απάντησε.
 –Τα Μποντέικα είναι εδώ κοντά, ξαναρώτησα, η Μακελλαριά πώς προκύπτει;
–Πήγαινε παλιότερα ο πατέρας μου τα πρόβατα εκεί το καλοκαίρι, μου είπε. 
Η απάντησή της αυτή ξεκαθάρισε τα πράγματα, αφού άνοιξε διάπλατα το παράθυρο στις γνώσεις που είχα ήδη για τους παραχειμάζοντες μεταβατικούς νομάδες και ημινομάδες κτηνοτρόφους της ευρύτερης περιοχής της ΒΔ  Πελοποννήσου, τα συγγενικά και κτηνοτροφικά δίκτυα που τους συνδέουν μέσω των «δρόμων των νερών» με τα χειμαδιά  και  με τα  θερινά βοσκοτόπια τους στο Παναχαϊκό, στο Χελμό, στη Ζήρια και στον Ερύμανθο[2]. Η πληροφορία  ήρθε έτσι απρόσμενα μέσα στο κομμωτήριο κι έκλεισε ένα δεκαετή κύκλο δεδομένων που η άκρη του ξεκινούσε από την πρώτη αναφορά για τη Μακελλαριά  από την  Μηλιά Κουργιαλά στο Κουρτέσι  της όμορης με το δήμο Λεχαινών όσο και με το δήμο  Δύμης  (όπου ανήκουν τα Μποντέικα) Βουπρασίας. Με συνέδεε και με τους  νεαρούς απογόνους αυτών των πρώην μεταβατικών κτηνοτρόφων με τους οποίους είχα εργαστεί και που  έχουν πλέον εγκατασταθεί μόνιμα στα χωριά και τις πόλεις της ευρύτερης περιοχής των πρώην χειμαδιών. Συνειδητοποίησα για μια ακόμα φορά πόσο αργή και μακρόχρονη διαδικασία απαιτεί  η σε βάθος έρευνα στο πεδίο και πόσο μπορεί να την διευκολύνουν και να την επηρεάσουν κάποια «τυχαία» –εκ πρώτης όψεως– γεγονότα.
Η νεαρή εκκολαπτόμενη κομμώτρια Μαρία με πληροφόρησε στη συνέχεια πως το πανηγύρι της Μακελλαριάς συγκεντρώνει πάρα πολύ κόσμο, από Πάτρα και Αίγιο  μέχρι και από τα χωριά των Καλαβρύτων, της Χαλανδρίτσας, της Τριταίας, της Δύμης, των Φαρών  αλλά και της Πηνείας ακόμα και ότι εξακολουθούν να γίνονται πολλές βαπτίσεις  εκεί. Επίσης πως όταν ήταν μικρότερη σε ηλικία, η οικογένειά της και πολλοί άλλοι κατασκήνωναν για αρκετές μέρες στους σκιερούς τόπους γύρω από τη μονή για το πανηγύρι, συνδυάζοντας το προσκύνημα με ένα είδος διακοπών. Με συμβούλευσε δε να πάω αρκετά νωρίς εκεί αν ήθελα να πλησιάσω τη δυσπρόσιτη μονή με το αυτοκίνητο, γιατί είναι συνήθως τόσο το πλήθος των επισκεπτών και των παρκαρισμένων αυτοκινήτων, που θα έπρεπε  ν’ αφήσω το δικό μου μερικά ανηφορικά χιλιόμετρα  πριν.
Αυτές τις πληροφορίες με είχαν βάλει ήδη, απρόβλεπτα, στη διαδικασία της επιτόπιας έρευνας, μαζί με κάποιες που περιέχει ο λεπτομερής τουριστικός οδηγός Πελοποννήσου των εκδόσεων ROAD που συμβουλεύτηκα πριν φύγω, ακολουθώντας την πάγια τακτική μου να προσεγγίζω το πεδίο σχετικά «αθώα».  Ανεπηρέαστη δηλαδή από τις πληροφορίες που θα μπορούσα να έχω από ιστορικές γραπτές και άλλες πηγές, ώστε ν’ ανακαλύπτω και να «διαβάζω» τον υπό παρατήρηση  τόπο και τους ανθρώπους με τα "δικά μου" μάτια, μέσα από το πρίσμα της ερευνητικής μου υπόθεσης, στηριζόμενη πρώτα στις  προφορικές μαρτυρίες, στις   άμεσες εντυπώσεις και σκέψεις μου κατά την επαφή μου με αυτόν. Μέθοδος μεροληπτική ίσως και παρακινδυνευμένη, που όμως  έχει αποδειχθεί δημιουργική, πιστεύω και αποτελεσματική. "Ερευνητής σε πανηγύρι" είναι μια παροιμιώδης πλέον φράση που δηλώνει την όποια αποστασιοποίηση του ερευνητή στο πεδίο, ο οποίος, παραμερίζοντας τις προσωπικές του απόψεις, την πίστη του ή ό, τι άλλο, δέον να μην ταυτίζεται, να μη δέχεται τίποτα ως δεδομένο, να προσπαθεί να "διαβάσει" πίσω από τα επιφαινόμενα,  να ανακαλύπτει, τεκμηριωμένα, τις πιθανόν λανθάνουσες ή κρυμμένες σχέσεις των πραγμάτων. Με αυτή την οπτική και τρόπο δουλειάς, οι παρακάτω συλλογισμοί και τα συμπεράσματα, αν και τεκμηριώνονται κατά την κρίση μου, σε καμιά περίπτωση δεν προτείνονται ως  αδιάσειστες "αλήθειες". Κατατίθενται εδώ ως προβληματισμοί και ερευνητικές υποθέσεις και όχι ως καταγραμμένη, αλάθητη "ιστορία".    Τέτοια κατάθεση αποπειράται να είναι το παρόν κείμενο, με τη μορφή εθνογραφικής/ημερολογιακής καταγραφής (γράφτηκε αμέσως μετά την επίσκεψη και δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά) της μονοήμερης επίσκεψής μου στη μονή της Μακελλαριάς, με ό,τι σχετικό  προηγήθηκε αυτής, όπως κατέθεσα απαραπάνω. 
Μια άλλη έκπληξη με περίμενε διαβάζοντας τον τουριστικό Οδηγό, καθώς ιδρυτής της μονής φέρεται ο περίφημος ακρίτης στρατηγός  του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Βελισσάριος[4]. Το συγκεκριμένο δεδομένο προσέδιδε στη μονή μεγάλο βάθος χρόνου, προσεγγίζοντάς την προς την κρίσιμη  Ύστερη Αρχαιότητα και  –για μένα– προς την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, που με απασχολεί ερευνητικά. Συνέδεε όμως τη «Μακελλαριά» και με τις μαζικές σφαγές στασιαστών που διέπραξε στη Βασιλεύουσα ο Βελισσάριος κατά την περίφημη «Στάση του Νίκα», αφού κατά την ίδια πηγή έχτισε το μοναστήρι ακριβώς για να εξιλεωθεί για αυτές τις σφαγές. Ανταρσία και σφαγές που δεν είναι απίθανο πέρα από πολιτικούς να είχαν και  –σκόπιμα συγκαλυμμένους εκ των υστέρων–  θρησκευτικούς λόγους,   που σχετίζονται ίσως  –δεδομένου και του συγκεκριμένου ιστορικού πλαίσιου– και με την επιβολή της Χριστιανικής θρησκείας στις μάζες της πρωτεύουσας. Δεν θυμόμουν εκείνη τη στιγμή τις λεπτομέρειες της «Στάσης» ούτε την όποια  στρατιωτική ή άλλη σχέση του Βελισσάριου   με την Αχαΐα και μάλιστα με τις εσωτερικές,  απόκρημνες χαράδρες του Παναχαϊκού όρους  όπου φέρεται να  ίδρυσε τη μονή.  Αναρωτιόμουν λοιπόν  τί μπορεί να τον είχε φέρει (αν όντως τον είχε φέρει) αμέσως μετά την κατάπνιξη της Στάσης  ως  την απομονωμένη επί Βυζαντίου Πελοπόννησο.  Εκτός –υπέθετα– κι αν ήταν ακριβώς ο ίδιος λόγος: ν’ αφορούσε δηλαδή τη σφαγή κάποιων αμετανόητων ίσως ειδωλολατρικών («ελληνικών») πληθυσμών στις δυσπρόσιτες αυτές περιοχές,  όπου μπορεί να επέμεναν να λατρεύουν την ορεία  «Μεγάλη  Μητέρα»-Ελένη στα τοπικά αχαϊκά ιερά της (Μεγαλοσπηλιώτισσα, Λαύρα, Χρυσοποδαρίτισσα, Πεπελενίτσα, Γηροκομίτισσα, Τρυπητή  κ.λπ.) και μάλιστα εδώ ακριβώς, στην καλά κρυμμένη μέσα στους νοτιοδυτικούς κόλπους  του Παναχαϊκού, «Μακελλαριά». Το ίδιο εξάλλου δεν φαίνεται να είχε συμβεί στη Λακωνία, και μάλιστα μερικούς αιώνες αργότερα, με τον «όσιο» Νίκωνα  τον «Μετανοείτε»[5]; Το σίγουρο ήταν ότι έπρεπε να  ξεσκονίσω μετά την επίσκεψη στη μονή τον Ζακυνθηνό, τον Beck  και τους άλλους ιστορικούς του Βυζαντίου «διαβάζοντας» όμως και πίσω από τα «επίσημα» γεγονότα.
Έτσι πάνω από μια δεκαετία μετά την πρώτη συνάντησή μου με την Μακελλαριά, ξεκίνησα νωρίς το πρωί της παραμονής του Δεκαπενταύγουστου  για το πανηγύρι της Παναγίας στο μοναστήρι. Είχα   μαζί μου για συντροφιά και την παιδική μου φίλη –συνταξιούχο επίσης, δασκάλα– Κατίνα Κούρτη-Καρατσώρη, μυημένη με πολλούς τρόπους στην ερευνητική μου αναζήτηση.

Οδεύοντας προς την Μακελλαριά


Προς τη μονή

Η ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων δεν μου ήταν ερευνητικά άγνωστη,  αφού είχα πραγματοποιήσει παλιότερα εκεί μερικές λαογραφικές αποστολές και δη στην κοντινή προς τη Μακελλαριά Άνω Βλασία και σε άλλα πλησιέστερα ή μη χωριά και βοσκοτόπια[6]. Ωστόσο το Παναχαϊκό και τη συγκεκριμένη, βόρεια του ρου του Σελινούντα περιοχή δεν την είχα επισκεφθεί. Πήραμε από τα Λεχαινά τον εθνικό δρόμο Πύργου-Πατρών και στρίψαμε νοτιοανατολικά στη διασταύρωση  προς την  –τέως– βιομηχανική  ζώνη των Πατρών. Διασχίζοντας το δήμο Φαρών (όπου έχω εντοπίσει και επισκεφθεί έναν ακόμα «άγιο Κωνσταντίνο» στη σημαίνουσα  θέση «Αλωνάκια»)  περάσαμε κάθετα την «111», δηλαδή την εθνική οδό Πατρών-Τριπόλεως, και μπήκαμε στην εθνική οδό Πατρών-Καλαβρύτων και στο ορεινό πλέον τοπίο του δήμου Χαλανδρίτσας  με τα υδατοβριθή μικρά χωριά.  Συναγωνίζονται σε ομορφιά τη Βυζαντινή, Φράγκικη όσο και σύγχρονη πρωτεύουσα πόλη Χαλανδρίτσα όπου έζησε και έδρασε η περίφημη Παπαλέξαινα που ο θρύλος της πέρασε στα τοπικά δημοτικά τραγούδια[7]. Η τόσο γνωστή μου από τις μακρόχρονες περιπλανήσεις  κατάσταση κατά την οποία στους καυτούς κεντρικούς εθνικούς δρόμους και στους παραθαλάσσιους  συνωστίζονται το καλοκαίρι αυτοκίνητα και άνθρωποι  και λίγα μόλις χιλιόμετρα πιο μέσα, προς τις πανέμορφες και δροσερές ορεινές διαδρομές, να συναντά κανείς ελάχιστη κυκλοφορία ανθρώπων και οχημάτων, δεν έδειχνε να έχει αλλάξει. Αυτή η συνθήκη, μέσα στον παραλογισμό της,  έκανε άνετη και ασφαλέστερη την οδήγηση, παρά το ανηφορικό του ακατάλληλου δρόμου και τις πολλές στροφές.
Μια στάση στα πελώρια  πλατάνια που θάλλουν δροσερά πίνοντας από τον Σελινούντα ποταμό και σκιάζουν  το καφενείο και τους ταξιδιώτες στο Μετόχι κάτω από τις δύο  Βλασίες (Άνω και Κάτω) όπου ξαπόσταιναν κάποτε και οι κτηνοτρόφοι στην πολυήμερη πεζοπορία τους από και προς τα καλοκαιρινά βουνίσια λιβάδια  (σταθμό που είχα πραγματοποιήσει και εγώ μαζί τους για μια φορά) μας επέτρεψε και να πάρουμε συγκεκριμένες πληροφορίες για να φτάσουμε στη μονή.  Λίγο μετά το χωριό Φλάμπουρα που υψώνεται στη νότια πλευρά της κοιλάδας όπου φιδοσέρνεται ο Σελινούντας ανάμεσα στον Ερύμανθο, το Παναχαϊκό  και το Χελμό για να χυθεί βόρεια, στον Κορινθιακό κόλπο δίπλα στο Αίγιο, μια ταμπέλα με την επιγραφή «Μονή Μακελλαριάς» μας υποδείκνυε να στρίψουμε αριστερά,  προς τα ΒΑ, ακολουθώντας έναν κατηφορικό, στενό επαρχιακό δρόμο.  Αφού περάσαμε την παλιά  γέφυρα του ποταμού, χαμένη μέσα σε πανύψηλα πλατάνια, διασχίσαμε τον γυμνό κάμπο και προσπερνώντας το χωριό Νεοχώρι   ανηφορίσαμε προς τις ΝΔ πλαγιές του Παναχαϊκού ακολουθώντας τις ευτυχώς πολλές ταμπέλες που υποδείκνυαν τη διαδρομή προς τη μονή. Σε λίγο ο δρόμος έγινε χωμάτινος και ανώμαλος, με νεροφαγώματα και απότομες ανηφορικές στροφές  αλλά  μας αποζημίωνε το γεγονός ότι διέσχιζε ένα πυκνό δρυόδασος, που μας παρείχε οπτική απόλαυση και δροσιά, παρόλο που μια άλλη ταμπέλα μας πληροφορούσε ότι είχαμε να διανύσουμε οκτώ χιλιόμετρα τέτοιου δρόμου μέχρι τη μονή.

Η μονή της "Μακελλαριάς"
Μετά από κάποια  καμπή του χωματόδρομου,  το τοπίο έκοβε  την ανάσα: οι απότομες πετρώδεις πλαγιές του Παναχαϊκού κατέβαιναν κάθετα σχηματίζοντας επάλληλλα  λίθινα ζωνάρια ως τη βάση της χαράδρας όπου ρέει υποσκάπτοντάς την αέναα ο Σελινούντας.
Στην κορυφή  ένός απόκρημνου, με τις τρεις πλευρές του εντελώς κάθετες, λόφου που ορθωνόταν σχεδόν στο κέντρο της χαράδρας ριζωμένος στη νότια όχθη του Σελινούντα, είδαμε να στέκει η μονή σαν χτιστό στέμμα του. Παρ’ όλες τις άσχημες σύγχρονες παρεμβάσεις με τσιμεντένιες καμάρες και κελιά δεν χάνει τον οχυρωματικό χαρακτήρα της, προσαρμοσμένη και χρωματικά στο πετρώδες του λόφου.  Στο φόντο της μονής, σε μια  πλατιά αναβαθμίδα πάνω στη βόρεια πλαγιά της χαράδρας  απλώνεται το χωριό Λαπαναγοί. 

Το χωριό Λαπαναγοί πάνω στην πλαγιά, απέναντι από τη Μονή

Από τη νοτιοανατολική πλευρά του ξεκινάει ένας δρόμος που προχωρεί ελικοειδώς και χάνεται ανάμεσα στο Παναχαϊκό και τον Κλωκό, παράλληλα με τη ροή του Σελινούντα.  Στις γύρω απότομες πλαγιές που περιβάλλουν τη μονή, αρκετά σημεία με λιγότερο κάθετη κλίση έφεραν τα ίχνη από τις ημικατεστραμμένες τώρα κλιμακωτές πεζούλες που είχαν δημιουργήσει για αιώνες τα ανθρώπινα χέρια (προφανώς των κατοίκων των Λαπαναγών και των άλλων  κοντινών χωριών) προκειμένου να συγκρατούν λίγο χώμα για την καλλιέργεια των δημητριακών. Εκτός λοιπόν από τους ανθρώπους, η Μακελλαριά φαινόταν να είχε  να προστατεύει δυναμικά και το άγριο τοπίο, καθιστώντας το φιλικό και γόνιμο για αυτούς αλλά κυρίως τούτη την επίπονη ορεινή καλλιέργεια που  παρείχε στους κατοίκους  αυτών των άγονων περιοχών το βασικό όσο και ιερό  διατροφικό αγαθό τους: το ψωμί (κρίθινο, καλαμποκίσιο, καθάριο από σιτάρι). Μου ερχόντουσαν τώρα πάλι στο νου οι δραματικές αφηγήσεις της Μηλιάς Κ. (που πριν παντρευτεί στο πεδινό Κουρτέσι της εύφορης Ηλείας διαβιούσε σε απόλυτη ένδεια στο γειτονικό στη μονή χωριό Μικρός Μποντιάς) για τη φτώχεια που μάστιζε τούτα τα χωριά μεσούντος του εικοστού αιώνα και που είχα δυσκολευτεί τότε να την πιστέψω, μη έχοντας προσωπική εμπειρία του συγκεκριμένου χώρου. 


Τα «σημάδια του τοπίου» ήταν για μένα  λαλίστατα. Το ζητούμενο τώρα  ήταν να ανακαλύψω ίσως  και τα πιθανά συμβολικά ή/ και  αφηγηματικά λανθάνοντα σημάδια της προ-χριστιανικής υπόστασης και παρουσίας της Μεγάλης Μητέρας–Ελένης και  εδώ, πίσω από τις ιστορικές μαρτυρίες και τους θρύλους σφαγών και αίματος που στοιχειώνουν τη μονή και την ιερή Κυρά Μακελαρίτισσα που φιλοξενεί.
Ο επίπεδος χώρος στάθμευσης εμπρός από την είσοδο της μονής στη μοναδική βατή ΝΑ πλευρά  του λόφου ήταν άδειος. Είχε μεσημεριάσει και όμως δεν φαινόταν ίχνος προσκυνητή ή άλλου αυτοκινήτου. Σταθμεύσαμε με τρόπο που να διευκολύνει την αναχώρησή μας σε περίπτωση που ο περιορισμένος σχετικά αυτός χώρος  θα γέμιζε από αυτοκίνητα και κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο, εγώ συγκινημένη και ταραγμένη όπως πάντα στην πρώτη επαφή με το πεδίο και εξοπλισμένη με τα δικά μου σύνεργα της δουλειάς που μπορούσα πλέον να διαθέτω και που δεν ήταν πολύ λιγότερα από αυτά που μου παρείχε η Ακαδημία ως τώρα: ψηφιακή  φωτογραφική μηχανή με δυνατότητα μικρής διάρκειας videoσκόπησης  και ένα  μικρό κασετόφωνο.  




Η «αγια-Σωτήρω»

Ανηφορίζοντας προς την αυλόπορτα του εξωτερικού περίβολου της μονής, τράβηξε το βλέμμα μου μια ταμπέλα  δίπλα σε ένα παραπόρτι που έγραφε «Προς ιερό προσκύνημα Μεταμόρφωσης Σωτήρος».  Οι πιστοί χριστιανοί, τους ναούς με τη συγκεκριμένη αφιέρωση (που αποτελούν και μια από τις σπάνιες εν γένει περιπτώσεις ναών αφιερωμένων σε επεισόδια του βίου του Χριστού στον ελληνικό τουλάχιστον χώρο) στο πλαίσιο της  προφορικότητας τούς  αποκαλούν κατά κανόνα «αγια-Σωτήρω» (ή αγια-Σωτήρα, Σωτήρω, Σωτηρούλα). Ονομασία που υποδηλώνει ότι για κάποιο λόγο η φαντασιακή αναπαράσταση τούς αποδίδει σε κάποια θηλυκή ιερή μορφή, με τη βοήθεια ίσως και του θηλυκού γένους της λέξης «μεταμόρφωση»(αγία μεταμόρφωση Σωτήρος=Αγιαωτήρω), παρόλο που για αιώνες οι πιστοί βλέπουν τη σχετική εικόνα στους ναούς να παριστάνει τρεις ανδρικές μορφές, με επίκεντρο μάλιστα τον ίδιο το Χριστό. Δεδομένου ότι η προσωνυμία Σώτειρα αφορούσε στην προχριστιανική εποχή κυρίως την  θεά Άρτεμη (ως γνωστό μια από τις μορφές και τις μυθικές και λατρευτικές αναπαραστάσεις και εκδοχές της Μεγάλης Μητέρας), ευρύτατα  λατρευόμενη στην Αρχαιότητα, είναι ίσως θεμιτό  να υποθέσουμε ότι μπορεί να ανακρατάει σήμερα μνήμη της λατρείας της.  Αν βεβαίως  μπορέσουμε να λύσουμε και το γρίφο  της σχέσης της με την τριαδική ανδρική αναπαράσταση των εικόνων της Μεταμόρφωσης του Χριστού.  
Ωστόσο η «παράδοξη» (τίποτα δεν είναι παράδοξο στη λαϊκή λατρεία και πίστη,  αρκεί να μπορέσουμε να το ερμηνεύσουμε) αυτή προσωνυμία της Μεταμόρφωσης ως Αγιασωτήρω ισχύει και πρέπει να την αντιμετωπίσουμε ερευνητικά. Για μένα η επιτόπια εδώ αγια-Σωτήρω ήταν το πρώτο σημάδι στο χώρο για την παρουσία της προ-χριστιανικής ορείας Κυράς στη μονή και πρότεινα να την επισκεφθούμε αμέσως, αφού δεν είχε ακόμα πολλούς προσκυνητές, ήμασταν σχετικά ξεκούραστες  και δεν είχε  ενταθεί πολύ η μεσημεριανή ζέστη. 


Ακολουθήσαμε το μονοπάτι στο φρύδι του γκρεμού  με προσοχή  να μην κατρακυλήσουμε και σε λίγο φτάσαμε στη ρίζα του βράχου, όπου η υγρασία έχει υποσκάψει ένα είδος εσοχής κατά μήκος της πέτρινης πλαγιάς. Στο ανατολικό άκρο της  η πιο έντονη εκεί διάβρωση σχηματίζει δύο αβαθείς σχετικά σπηλιές  όπου και βρίσκεται το ιερό της αγια-Σωτήρως  ενώ ένα πλατάνι που φυτρώνει στη βάση τους καλύπτει σχεδόν την παρουσία του εκεί. Ένας ενιαίος πετρόχτιστος παλιός τοίχος φρεσκοασβεστωμένος στο βόρειο μόνο τμήμα του και με δύο καμαρωτές πόρτες καλύπτει την πρόσοψη των σπήλαιων.  Η πρώτη πόρτα, χωρίς θυρόφυλλο,  ανοιγμένη πάνω στο μη ασβεστωμένο κομμάτι του τοίχου, οδηγεί σε αδιαμόρφωτο και άδειο σπηλαιώδη χώρο που φωτίζεται αμυδρά από ένα άνοιγμα στο πάνω μέρος του που αφήνει η απόσταση του τοίχου από το βράχο. Άνοιγμα που επιτρέπει εκτός από το λιγοστό φως και  στην υγρασία του βουνού να πέφτει στάζοντας μέσα στο χώρο, δημιουργώντας μαύρες κηλίδες  στο χωμάτινο δάπεδο. 



Η δεύτερη πόρτα ανοίγει στο σπηλαιώδη ναΐσκο της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, κοινώς αγια-Σωτήρω, που είναι εξωτερικά ασβεστωμένος. Ο χώρος μισοσκότεινος, φωτιζόταν μόνο από το άνοιγμα της τοξωτής πόρτας.  Αριστερά της εισόδου  μια σκοτεινή  κόγχη στο βράχο προδίδει ίσως  τη θέση του παλιότερου ιερού, καθώς μου φάνηκε πιο ανατολικά  απ’ ο,τι είναι το τωρινό, το οποίο φαινόταν από το καινούριο τέμπλο του να είναι πρόσφατο. Τούτο το τέμπλο, απέριττο, φτιαγμένο από  σκούρες ξύλινες σανίδες, είναι ανισομερώς μοιρασμένο ένθεν και ένθεν της ωραίας πύλης και φέρει έναν κάπως ιδιαίτερο συνδυασμό εικόνων, απ’ όσο τουλάχιστον μπορούσα να κρίνω από την εμπειρία που έχω αποκτήσει μετά την παρατήρηση εκατοντάδων ναών.  Δεξιά και αριστερά της ωραίας πύλης οι δεσποτικές εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, δεξιά του Χριστού ο Αγιάννης, αριστερά της Παναγίας η δεύτερη πόρτα προς το ιερό και μετά από αυτήν η αφιερωματική εικόνα της μεταμόρφωσης.


 Ως εδώ όλα τυπικά. Η ιδιαιτερότητα  κατά τη γνώμη μου αρχίζει δεξιά του Αηγιάννη όπου με τη σειρά είναι τοποθετημένες μια εικόνα της Αγίας  Τριάδας  και δίπλα της μια εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης! Το θαυμαστικό αφορά τη δική μου «ανάγνωση» του συνδυασμού αυτών των εικόνων, γιατί βεβαίως τί το περίεργο  μπορεί να έχει η  τοποθέτηση στο τέμπλο ενός χριστιανικού ναού της εικόνας της Αγίας Τριάδας, θεμελιώδους δογματικής αναπαράστασης, και των ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης που τόσα τους οφείλει η χριστιανική θρησκεία;
 Ωστόσο τούτος ο συνδυασμός αγία Τριάδα & ζεύγος Κ+Ε επαναλαμβάνεται  σύμφωνα με τις δικές μου παρατηρήσεις στους ναούς με επιμονή σχεδόν τυπική για να είναι τυχαία. Από την άλλη δεν γνωρίζω τι θα μπορούσε να συνδέει αυτές τις εικόνες (που οπτικά αμφότερες παριστάνουν δύο ζεύγη ιερών μορφών) από χριστιανική άποψη ώστε να απεικονίζονται τόσο συχνά σε συνδυασμό μεταξύ τους. Εξάλλου από τις ερωτήσεις που  υποβάλλω σχετικά στους κατά τόπους ιερείς προκύπτει ότι δεν τοποθετούνται έτσι με βάση κάποια θρησκευτική εικονογραφική τυπικότητα αλλά μάλλον με βάση κάποια «καθ’ έξη» παραδοσιακή λατρευτική συνήθεια που συνήθως  επιβάλλουν  οι πιστοί, μη συνειδητά.
Δεδομένων των συμβολικών και των αφηγηματικών στοιχείων που συνοδεύουν τους ναούς και τις μορφές  των αγίων Κ+Ε και ιδιαίτερα την αγία Ελένη, που όπως προανέφερα την αναδεικνύουν ως αναπαράσταση της Μεγάλης Μητέρας (και στα οποία έχω αναφερθεί σε άλλα κείμενα διεξοδικά), υπέθεσα πως η περίοπτη θέση της εικόνας αυτής στο τέμπλο της αγια-Σωτήρως δεν πρέπει να είναι άσχετη με τις σκέψεις που κατέθεσα παραπάνω για τη σχέση αγια-Σωτήρως–Μεγάλης Μητέρας.   Η παρουσία μιας ακόμα μεγάλης και σχετικά «πολυτελούς», (ψευτο-ασημοντυμένης) εικόνας της Μεταμόρφωσης –για τους πιστούς της αγια-Σωτήρως και εικονικά μιας ακόμα «τριάδας»– στα πόδια της εικόνας των αγίων Κ+Ε, ενισχύει νομίζω την υπόθεση ότι  κάποια  «άλλη», μη χριστιανική, μη ορατή εκ πρώτης όψεως, λανθάνουσα  συνειρμική σχέση συνδέει μη συνειδητά αυτές  τις εικόνες για τη λαϊκή πίστη. Για μένα ο συνδυασμός και η θέση των εικόνων αυτών μέσα στο συγκεκριμένο σπηλαιώδες εκκλησάκι της χθόνιας εδώ αγια-Σωτήρως, κρυμμένης μέσα στο βράχο  στα κατάβαθα  του συγκεκριμένου τοπίου,  αποτελούσε ένα ακόμα «θαύμα», μιαν «αποκάλυψη» που συγκινημένη την προσέθεσα νοερά στη μεγάλη σειρά  τέτοιων αποκαλύψεων που μου έχει επιφυλάξει η έρευνα της «Ελένης» και που ωστόσο δεν παύουν να με ταράζουν κάθε φορά που συμβαίνουν.
Και μόνον αυτή η επίσκεψη στο προσκύνημα της «Μεταμόρφωσης» θεωρούσα ότι είχε  δικαιώσει την επίσκεψή μου στη  Μακελλαριά. Το πιο πιθανό ήταν να μην μου προσφερθούν όντως άλλα τόσο ομιλητικά «σημάδια» στην κυρίως μονή –προς την οποία και ανηφορίζαμε ήδη–  αφού εκεί καλύπτονται περισσότερο δογματικά από το χριστιανικό τυπικό. Έχω δηλαδή παρατηρήσει κάτι που είναι εξάλλου και εύλογο: στα απόμερα ξωκλήσια και στα απόκρυφα ιερά  προσκυνήματα οι πιστοί, και μάλιστα οι γυναίκες, είναι περισσότερο ελεύθεροι να εκφράσουν και να εφαρμόσουν την παραδοσιακή, καθ’ έξη «λαϊκή» λατρεία με τους τρόπους που συχνά μη συνειδητά γνωρίζουν, όπως μεταδίδονται από γενιά σε γενιά, όχι σπάνια σε χτυπητή αντίφαση με το χριστιανικό δόγμα. Η  Εκκλησία δεν  αντιδρά, παρά σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, εγκολπούμενη   –εσκεμμένα ή μη– τα λαϊκά λατρευτικά  έθιμα ως «χριστιανικά».

Η αγία Τριάδα

Όταν φτάσαμε λαχανιασμένες από την ανηφόρα πίσω και πάλι στην αυλόπορτα της μονής, διαπιστώσαμε ότι είχαν σταθμεύσει και άλλα αυτοκίνητα και πως μερικοί προσκυνητές ανέβαιναν ήδη τα σκαλοπάτια που οδηγούν στον κυρίως περίβολο της Μακελλαριάς

Η είσοδος στη μονή 

Ο περίβολος της μονής. Δεξιά ο ναός της αγίας Τριάδας

Ανεβήκαμε και ’μείς και μπήκαμε στη μικρή, στενόμακρη αυλή του ανδρικού αυτού μοναστηριού που ορίζεται από τις στοές των κελιών και τους νότιους τοίχους των δύο συνεχόμενα χτισμένων καθολικών που εντέλει διαπιστώσαμε ότι έχει η μονή, και που συν-αποτελούν το βόρειο τοίχο  του περίβολου:   της αγίας Τριάδας προς τα δυτικά και της Παναγίας της Μακελλαρίτισσας ανατολικά. Ένα παλιό ξύλινο σήμαντρο με το σημαντήρι του καθώς και μερικά διαφορετικών σχημάτων σιδερένια σήμαντρα κρέμονταν κάτω από τα χαγιάτια.


Η στοά εμπρός από τα κελιά (πάνω) και τα μεταλλικά σήμαντρα (κάτω)


Περιεργαστήκαμε τους ναούς.  Ο πρώτος, προς τα δυτικά, που είναι αφιερωμένος στην «αγία Τριάδα». Είναι πιο μεγάλος, περισσότερο πολυτελής  και νεότερος  ενώ ο δεύτερος, αυτός της Παναγίας όπου είναι αφιερωμένη και η μονή, προηγείται μεν χρονικά του πρώτου αλλά υστερεί σε μέγεθος και πολυτέλεια.
Η παρουσία του ναού της αγίας Τριάδας στο κυρίως μοναστήρι δικαιολογούσε τώρα περισσότερο την εικόνα της στο προσκύνημα της Μεταμόρφωσης, όχι όμως και το συνδυασμό της με την εικόνα των αγίων Κ+Ε, ούτε τον τρόπο παρουσίας των τελευταίων στο χθόνιο Προσκύνημα.  Κατ’ εμέ ήταν «περίεργο» και το γιατί έπρεπε η «Τριάδα»  να συνδυάζεται εδώ ακριβώς με τη Σωτήρω και τη Μακελλαριά  και μάλιστα κατά ένα τρόπο, ας πούμε «βεβιασμένο», που προκαλεί σύγχυση. 



 Το τέμπλο (πάνω) και η δεσποτική εικόνα της Παναγίας  "της Μακελλαριάς"
 στο ναό της αγίας Τριάδας (κάτω). Αριστερά, στο βάθος, η αφιερωματική εικόνα της αγ. Τριάδας

 Λεπτομέρεια του ξυλόγλυπτου τέμπλου πάνω από την  ωραία πύλη του ναού της αγίας Τριάδας

Γιατί η θαυματουργή, προσκυνηματική εικόνα της «εύρεσης» με την Παναγία τη Μακελαρίτισσα κατέχει κεντρική και περίοπτη θέση μέσα  στον και  μεγαλύτερο, πλην νεότερο ναό της αγίας Τριάδας και όχι στον παλιό της Παναγίας. Επί πλέον μέσα στο σχετικά μεγάλο πρόναο της εκκλησίας της αγίας Τριάδας δεσπόζει μια τεράστια, ασημοντυμένη εικόνα της Παναγίας, δωρεά κάποιων πιστών ενώ οι δύο εικόνες της αγίας Τριάδας που βρίσκονται εκεί είναι σε δευτερεύουσα μοίρα. 

 
 Ασημοντυμένη εικόνα της Παναγίας στο νάρθηκατου ναού της αγ. Τριάδας
Πέραν αυτών, στον κυρίως ναό υπάρχει μόνον η αφιερωματική εικόνα της αγίας Τριάδας «χωμένη» κάπως στη ΒΑ γωνία του τέμπλου και μάλιστα όχι τόσο εμφανής, αφού την καλύπτει σχεδόν το πολυτελές ξυλόγλυπτο στασίδι της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας  της Μακελλαριάς που είναι τοποθετημένο σχεδόν μπροστά της.

Η αφιερωματική εικόνα της αγίας Τριάδας πάνω στο ξυλόγλυπτο τέμπλο και αριστερά της η εικόνα της Κοίμησης (ΒΑ γωνία του ναού)

Τη σύγχυση αυτή επιτείνει το ότι και η δεσποτική εικόνα της Παναγίας στο πανέμορφο, ολόγλυφο ξύλινο τέμπλο (μεγάλο έργο μάλλον λαϊκού τεχνίτη που κατά τις πληροφορίες του ιερέα ανήκε σε άλλη μονή, ίσως κατεστραμμένη, και τοποθετήθηκε εδώ μετά το κάψιμο της μονής από τον Ιμπραήμ)  είναι ιδιαίτερα επιμελημένη σε σύγκριση με την εικόνα της αγίας Τριάδας  που είναι δίπλα της. Το μπέρδεμα γίνεται μεγαλύτερο από το γεγονός ότι σε ένα είδος προέκτασης του τέμπλου πάνω στο βόρειο τοίχο στα αριστερά της εικόνας της αγίας Τριάδας  είναι τοποθετημένη η εορτάζουσα εικόνα της Κοίμησης της Παναγίας που προς τιμήν της πανηγυρίζει το μοναστήρι. Κατόπιν αυτών είμαι σχεδόν σίγουρη ότι ελάχιστοι από τους πιστούς συνειδητοποιούν ότι η μονή έχει και ναό αφιερωμένο στην αγία Τριάδα, πέραν αυτού της Παναγίας, αφού ακόμα και ο ιερέας δίστασε λίγο  μέχρι να  θυμηθεί ότι ο ναός ανήκει σε αυτήν, όταν του έκανα τη σχετική ερώτηση. Ο ευγενέστατος και πράος αυτός παπάς του γειτονικού χωριού Πριόλιθος που θα ιερουργούσε στο πανηγύρι, δεν είχε βεβαίως κάποια άλλη εξήγηση να μου δώσει όταν τον ρώτησα για όλα αυτά, πέραν από το ότι είναι «φυσικό» να υπάρχει ναός της αγίας Τριάδας στο μοναστήρι αφού αποτελεί το Α και το Ω  της χριστιανικής θρησκείας.
 Για την εικόνα των Κ+Ε στο προσκύνημα με πληροφόρησε ότι υπήρχε μια παλιά, χάρτινη και ημικατεστραμμένη εκεί πριν την ανακαίνιση και ότι την αντικατέστησαν με αυτήν που είχα δει (πληροφορία που τόνισε για μένα τη διαχρονική ανάγκη των πιστών για την παρουσία  αυτής της εικόνας εκεί). Μέσα στο ναό της αγίας Τριάδας υπήρχε επίσης και η εικόνα των αγίων Κ+Ε, που την αναζήτησα αμέσως μόλις μπήκα, αλλά είναι τοποθετημένη με τρόπο μάλλον τυπικό (μόνη και όχι πολύ μεγάλη, στη ΒΔ γωνία του ναού), που δεν δικαιολογούσε από μόνος του να της αποδώσω κάποια περισσότερα νοήματα, πέραν των όσων έχω ήδη αναφέρει.  Ίσως όμως να προσθέτει κάτι σε αυτά  και το γεγονός ότι το μοναστήρι, εκτός από τη γιορτή της Κοίμησης,  πανηγυρίζει και στη γιορτή της «Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού», γιορτή που παραπέμπει έμμεσα πλην καίρια στην αγία Ελένη αλλά και στο ψωμί και στα σιτηρά, όπως έχω τονίσει αλλού περισσότερο διεξοδικά [8].
 Το  μοναστήρι της Μακελλαριάς φέρεται ως μετόχι της μονής Ταξιαρχών του Αιγίου (τουλάχιστον παλιότερα και όχι πλέον, όπως  με πληροφόρησε ο ιερέας), ήτοι μονής αφιερωμένης κατά ένα τρόπο σε «δίδυμες» ιερές αρσενικές –και δη φτερωτές– μορφές. Με τον καιρό έχω παρατηρήσει  ότι η εικόνα των αγίων Κ+Ε  συνδυάζεται μπορώ να πω   τυπικά  στους ναούς  με «δίδυμους»  αγίους, ενίοτε δε συνυπάρχουν  και ναοί Κ+Ε με ναούς «δίδυμων» αγίων στον ίδιο οικιστικό χώρο (π.χ. στην Ανδραβίδα).  Από την άλλη,  βαλκανικές προφορικές παραδόσεις συσχετίζουν ειδικότερα την αγία Ελένη με «δίδυμους» αγίους (Ταξιάρχες, Αποστόλους. Αναργύρους, Θεοδώρους, Γεώργιο & Δημήτριο, κ.ά). Κατόπιν αυτών είναι  ενδιαφέρον νομίζω στην περίπτωση της Μακελλαριάς  το ότι  οι Ταξιάρχες του Αιγίου συνδυάζονται τοπικά και συμβολικά πάντοτε με τη αντικρινή τους μονή της «Πεπελενίτσας» (κάτω από το χωριό Κουνινά) στην ευρύτερη περιοχή του Αιγίου πάντα,  όπου επίσης και η σπηλαιώδης και υδροχαρής μονή της Τρυπητής, αφιερωμένης επίσης στην Παναγία.

Η μονή των "δίδυμων" αγ. Ταξιαρχών στην κοιλάδα του ποταμού Σελινούντα (που ρέει στο βάθος της εικ., χαμηλά), όπως φαίνεται από τη μονή του αγ. Λεοντίου (7/7/2009). Στο κέντρο, πάνω στην πλαγιά, διακρίνονται τα ερείπια της παλιάς μονής της "Πεπελενίτσας" και στην ίδια πλαγιά, πάνω αριστερά, τα ίχνη της νεότερης μονής, που κάηκε στις πυρκαγιές του 2007 . 

Ερείπωμένος τοίχος της παλαιάς (κάτω) και κτίσματα  της νεότερης (από πάνω),   μονής της Παναγίας "της Πεπελενίτσας", αφιερωμένης στην Κοίμηση (7/7/2009).

Τούτες οι σχέσεις, πέρα από τον οδικό –και άλλους–  ρόλο του ποταμού Σελινούντα στην επικοινωνία του Αιγίου με την ευρύτερη περιοχή των  Λαπαναγών,  δηλώνουν για μένα  και τις προ-χριστιανικές θρησκευτικές και λατρευτικές σχέσεις τους σε αναφορά με την μεγάλη Μητέρα-Ελένη. Αυτά τα δεδομένα φαίνονταν  να σχηματίζουν  σιγά-σιγά τη «μαγική εικόνα» που λανθάνει τόσο συχνά  πίσω από  παράταιρα, πλην «αυτονόητα χριστιανικά» δεδομένα που στοιχειώνουν τους ναούς και τις μονές  μπροστά στα μάτια μας.
Για την ονομασία Μακελλαριά ο παπάς μου είπε την ιστορία με τη σφαγή ανάμεσα στους  Τούρκους  (βλ. την απομαγνητοφωνημένη μαρτυρία του στο τέλος του κειμένου) που αναγράφεται και στο βιβλιαράκι για τις μονές των Καλαβρύτων του πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Αλεξ. Μπίρμπα[9], που βρήκα στο πωλητήριο της μονής (όπως  μάλλον  και ο συγγραφέας του οδηγού των εκδόσεων ROAD, αφού περιέχει τις ίδιες σχεδόν πληροφορίες). Την ιστορία  την άκουσα με μικρές,  πλην σημαντικές παραλλαγές, όπως το θαύμα με το καντήλι (ή το ποτήρι με το κρασί) το οποίο η Παναγία εμπόδισε να σπάσει όταν σε μια δοκιμασία των θαυματουργών ικανοτήτων της Μακελλαριάς άφησε ο τότε ηγούμενος να πέσει στο γκρεμό με αποτέλεσμα να γλυτώσει  η μονή το κάψιμο (βλ. μαρτυρίες). Μου  τη  διηγήθηκαν αργότερα κάποιοι προσκυνητές, κάτοικοι της περιοχής που μπόρεσα να ρωτήσω, μερικοί και να τους ηχογραφήσω ή σε μια περίπτωση και να  videoσκοπήσω. 

Λεπτομέρεια του βυζαντινού ψηφιδωτου στον άγιο Βιτάλιο της Ραβένας, που εικάζεται ότι απεικονίζει τον στρατηγό Βελισσάριο

 Για τον κτήτορα βυζαντινό στρατηγό Βελισσάριο, ο ιερέας δεν γνώριζε κάτι παραπάνω από τα στοιχεία που μας δίνει η σκαλισμένη πάνω σε πέτρα, πολυσήμαντη επιγραφή του 1805 που είναι εντοιχισμένη σε μια θυρίδα στον ανατολικό τοίχο του πρόναου του ναού της αγίας Τριάδας, δεξιά στον εισερχόμενο: 


«εν τω μοναστηρίω της Πελοποννήσου και των Καλαβρύτων της υπεραγίας Μακελλαριτίσσης τω κτισθέντι ποτέ υπό Βελισσαρίου αρχιστρατήγου Ρωμαίων επί της βασιλείας Ιουστινιανού του Μεγάλου Κωνσταντινουπόλεως τω 532, ο παρών άρτιξ [=νάρθηξ] εκτίσθη δι’ εξόδων του Γεωργίου Λαπαναγίτου και της Ηλιοστάλακτης των προσκυνητών εις μνημόσυνον αυτών αιώνιον 1805, Σεπτεμβρίου 1».

Πέραν των άμεσων σημαντικών ιστορικών και κτητορικών στοιχείων, η σχετικά σύντομη αυτή  επιγραφή μας δίνει και αρκετές έμμεσες, σύνθετες εθνογραφικές και ανθρωπολογικές πληροφορίες,  όπως:
Α) ότι εν μέσω Τουρκοκρατίας  οι κάτοικοι των γειτονικών Λαπαναγών (όπως προκύπτει από το επώνυμο Λαπαναγίτης) είχαν την οικονομική και τη θρησκευτική/λατρευτική  δυνατότητα να αφιερώνουν ένα ευμεγέθη πρόναο στην εκκλησία της αγίας Τριάδας. Η αξία του αφιερώματος μεγαλώνει αν αναλογιστούμε και τη δυσκολία μεταφοράς των οικοδομικών υλικών στη δυσπρόσιτη μονή, ειδικά στις αρχές του 19ου αιώνα. Η οικονομική ευχέρεια των κατοίκων για δαπανηρά αφιερώματα ενισχύεται νομίζω και από το γεγονός ότι μέσα στο μικρό  ναό της Παναγίας και εμπρός στην εικόνα της στο τέμπλο υπάρχουν αφιερωμένα δύο πολύτιμα μαρμαρόγλυπτα μανουάλια (το ένα έχει αλλάξει κάπως χρήση) αμφότερα με την επιγραφή: ΑΝΔΡΕΑΣ 1813.
Β) παραμένει η σύγχυση ως προς το ναό της αγίας Τριάδας, αφού δεν αναφέρεται ότι ο πρόναος χτίζεται για αυτό το ναό, αλλά γενικά για το μοναστήρι της Μακελαρίτισσας.
Γ) η αναφορά εδώ του όρου Μακελαρίτισσα κρίνω ότι επιβεβαιώνει ότι το μακελαρίτισσα είναι το πλέον συνηθισμένο όνομα της μονής στην –εδώ εγγραφόμενη στην πλάκα– προφορικότητα.  Το  όνομα με την κατάληξη –ίτισσα αποδίδει περισσότερο ενεργό δράση σφαγής, «μακελλειού»   στην ίδια την φερώνυμη ιερή μορφή, ενώ το  Μακελλαριά μπορεί  κατά τη γνώμη μου να εκληφθεί (και να αιτιολογηθεί) και ως τόπου σημαντικό
Δ) ότι ο πρόναος της αγίας Τριάδας δεν υπήρχε πριν το 1805 και παραμένει άγνωστο τι ήταν στη θέση του, αφού ο ναός συνεχόμενος με αυτόν της Παναγίας και σε γωνία με το αρχονταρίκι της μονής, αποτελεί ταυτόχρονα και τον βόρειο τοίχο του περίκλειστου περιβόλου της, άρα μάλλον δεν μπορεί να υπήρχε εκεί κενό.
Ε) αναδεικνύει το Ηλιοστάλακτη ως παλαιό, κατά παράδοση βαπτιστικό όνομα στην ευρύτερη περιοχή, αφού το είχα συναντήσει ως όνομα μεσόκοπης γυναίκας (πίσω από το υποκοριστικό Λούλα) στο όχι πολύ μακρινό χωριό Πόρτες, στο όρος Σανταμέρι στα σύνορα Ηλείας-Αχαΐας κατά το τέλος της δεκαετίας του 1970.
ΣΤ) η αναφορά και των δύο ονομάτων του ζεύγους ομού ως αφιερωτών στην επιγραφή, μπορεί να υποδηλώνει τοπικό νόμιμο,  κάποια ισότιμη οικονομική συμμετοχή και της συζύγου στο αφιέρωμα (που να προϋποθέτει ίσως και ίδιους οικονομικούς πόρους), ή/και μια σχέση αγάπης και αλληλοσεβασμού ανάμεσα στο ζευγάρι ή όλα αυτά μαζί.
Ζ) ότι οι εν λόγω αφιερωτές πέτυχαν το σκοπό της αφιέρωσης, ως προς την  αιώνια  διατήρηση της μνήμης τους, τουλάχιστον, αφού δύο αιώνες ακριβώς αργότερα μπορούμε να τους μνημονεύουμε μέσω αυτής.
Η) η ημερομηνία 1η Σεπτεμβρίου   θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι οι αφιερωτές, πέραν του επείγοντος να προλάβουν τις κακοκαιρίες του επερχόμενου φθινόπωρου σε αυτά τα βουνά, ίσως να ήθελαν και να προλάβουν να είναι έτοιμος ο πρόναος πριν τις 14 Σεπτεμβρίου, δηλαδή στη γιορτή της Ύψωσης του Σταυρού, οπότε κατά τις πληροφορίες το μοναστήρι πανηγυρίζει επίσης, αφού το πανηγύρι του 15αύγουστου είχε παρέλθει ήδη δύο μόλις εβδομάδες νωρίτερα. Τούτη η επισήμανση ίσως ν’ αναδεικνύει τη σπουδαιότητα της γιορτής του Σταυρού (που επαναλαμβάνω, παραπέμπει στην αγία Ελένη) πέραν και αυτής της Κοίμησης, για τους κατοίκους της περιοχής, εκτός από τη σημασία που έχει για τα μοναστήρια εν γένει, πολλά από τα οποία γιορτάζουν και του Σταυρού.

Η ώρα προχωρούσε και άρχισαν να καταφθάνουν προσκυνητές. Κυρίως ηλικιωμένες γυναίκες αλλά και ομάδες νέων αγοριών και κοριτσιών που έδειχναν εξαιρετικά καταπονημένοι, ιδιαίτερα οι μεγάλες γυναίκες, καθώς έμπαιναν κάθιδροι μέσα στο ναό και προσκυνούσαν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας πρώτα και ύστερα τις άλλες. Μας πληροφόρησαν ότι έφθασαν στη μονή πεζοπορώντας, στην πλειονότητά τους προερχόμενοι από διάφορα χωριά νότια της Πάτρας,  που σημαίνει ότι είχαν διανύσει αποστάσεις πάνω από πενήντα  χιλιόμετρα τουλάχιστον ανηφορικής  και δύσβατης πορείας.  Είχαν ξεκινήσει γύρω στα μεσάνυχτα και έφταναν  στη μονή  λίγο μετά το μεσημέρι. Μερικές γυναίκες ήταν και ανυπόδητες, προφανώς σε εκπλήρωση σχετικού τάματος, άλλες κρατούσαν λαμπάδες στα χέρια για να τις ανάψουν στην εικόνα.
Η εικόνα της Παναγίας της Μακελλαρίτισσας στέκει πάνω στο ξυλόγλυπτο στασίδι της  πολυτελής, με ασημένια επικάλυψη που φέρει ανάγλυφες παραστάσεις στο κάτω μέρος της. Ανήκει στις «μαύρες» απεικονίσεις της Παναγίας, γιατί  αν και ξεχωρίζουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου της,  απεικονίζεται  με πολύ σκούρο καφέ  το χρώμα του  δέρματός της.  Η «μαύρη» αυτή απεικόνιση φέρνει τη Μακελλαριά πιο κοντά στη χθόνια μεγάλη Μητέρα-Μαυρηγή-Ελένη, όπως υποστηρίζω και σε άλλα κείμενά μου[10]

Η Παναγία η "Μακελαρίτισσα"

Εντύπωση προκαλεί το βλέμμα της Παναγίας στην εν λόγω εικόνα, που είναι διεισδυτικό και κάπως αγριεμένο, καθώς τα σκούρα μάτια της κοιτάζουν λοξά προς τα δεξιά, σε αντίθετη κατεύθυνση από τη φορά του σώματος της και από το θείο βρέφος που κρατά στην αγκαλιά της. Παρόλο που η μονή πανηγύριζε, η εικόνα δεν ήταν ακόμα στολισμένη με λουλούδια, όπως συνηθίζεται. Ο ιερέας μας πληροφόρησε ότι περίμενε να φέρουν το λουλουδένιο στολισμό από ανθοπωλείο των  Καλαβρύτων έτοιμο, το απόγευμα, μαζί με τα άνθη με τα οποία θα στόλιζαν κάποιες γυναίκες τον «επιτάφιο» της Παναγίας,  λατρευτικό δρώμενο που λαβαίνει χώρα σε μερικές μονές τέτοια μέρα και που έτσι μάθαμε ότι θα γινόταν και εδώ.



 Οι νεοαφιχθέντες, μετά το προσκύνημα ή κατέλυαν σε κελιά που τους παραχωρούσε ο ιερέας για να ξεκουραστούν και να κοιμηθούν πριν τον πανηγυρικό εσπερινό (ο οποίος θα άρχιζε  στις 8 μ. μ.) ή, ελλείψει άδειων κελιών φαίνεται (αν και το πλήθος των προσκυνητών που βλέπαμε τουλάχιστον δεν δικαιολογούσε κάτι τέτοιο, άρα ίσως κάποιοι να είχαν ειδική μεταχείριση),  ξάπλωναν –και μάλιστα κάποιες από τις γερόντισσες– κατάχαμα πάνω σε στρωσίδια στις στοές  που  είναι εμπρός από τα κελιά, στην αυλή της μονής. 



Ο ναός της Παναγίας

Ο συνεχόμενος προς τα ανατολικά με αυτόν της «αγίας Τριάδας» –αλλά με ιδιαίτερη είσοδο– μικρός ναός της Παναγίας είναι  χτισμένος στο σημείο που κατά την τοπική παράδοση επέστρεφε η ανευρεθείσα εκεί εικόνα της "Μακελαρίτισσας" σε πείσμα των μαστόρων και όσων ήθελαν να χτίσουν το ναό της σε άλλο σημείο (βλ. τη μαρτυρία στο τέλος του κειμένου). Αυτή η αφήγηση για τις "πεισματάρες" εικόνες που επιμένουν να "επιστρέφουν" στον τόπο της "εύρεσής" τους, είναι κοινή για την ίδρυση όλων σχεδόν των σημαντικών μοναστηριών αφιερωμάνων στην Παναγία (ισχύει και για τη γειτονική Παναγία του Μεγάλου Σπηλαίου). Πέρα από την πίστη στις θαυμάσιες ιδιότητες αυτών των εικόνων, πιστεύω ότι αυτές οι αφηγήσεις αφορούν βαθιά ριζωμένη πολιτισμική μνήμη που σχετίζεται με  την ύπαρξη στον ίδιο αυτό σημείο  παλαιότερου διαχρονικά  ιερού τόπου ή κτίσματος, ανεξάρτητα από το άν υπάρχουν οικοδομικά ίχνη επιτόπου. Αυτή η πολιτισμική μνήμη είναι που κινητοποιεί την πίστη στην κινητικότητα των εν λόγω εικόνων,  εμποδίζοντας την λησμονιά της ύπαρξης παλαιάς λατρείας με τη μετακίνηση του ιερού τόπου, όπου η πίστη για την αρχική θεία "επιφάνεια".  
Ο μικρός ναός είναι μονόχωρος, με καμαρωτή οροφή.  Η μοναδική του είσοδος βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νότιου τοίχου. Δύο προεξοχές ωσάν παραστάδες που υποστηρίζουν μια καμάρα στους δύο μακρούς τοίχους της προς τα δυτικά, χρησιμεύουν για να δημιουργείται κατά ένα τρόπο ένα είδος πρόναου που είναι κατάφορτος με νεότερες εικόνες-αφιερώματα των πιστών, που στην πλειονότητά τους απεικονίζουν εύλογα σκηνές από το βίο της Παναγίας. Έτσι στο κέντρο του δυτικού τοίχου δεσπόζει ένα ξυλόγλυπτο στασίδι με την εικόνα της Παναγίας μάνας βρεφοκρατούσας. Δεξιά της, κρεμασμένες στη ΒΔ γωνία του ναού, είναι άλλες δύο εικόνες  της Παναγίας. Η μία την παριστά όρθια με το Χριστό στην αγκαλιά επίσης και φέρει την επιγραφή «Παναγία Μακελλαριά» και η άλλη ως παιδίσκη στην αγκαλιά της μητέρας της, αγίας Άννας, εικόνα που παραπέμπει και στο συμβολικό ζεύγος ιερής μάνας-και-κόρης. Στην ίδια γωνία  κρέμονται  επίσης δύο εικόνες της κοίμησης της Παναγίας, μια εικόνα των «δίδυμων» αγίων Αναργύρων και δίπλα της, στο μέσο περίπου του βόρειου τοίχου, εμπρός στην παραστάδα που ορίζει τον κυρίως ναό, στέκεται μια ασημένια εικόνα του καβαλάρη άγιου Μηνά, πάνω σε πολυτελές ξυλόγλυπτο στασίδι που φέρει και επιγραφή με τα ονόματα των αφιερωτών. 


Σε αντίθεση με τον πρόναο, στον «κυρίως» ναό δεν υπάρχουν τόσες πολλές φορητές εικόνες  και κυριαρχούν αυτές του τέμπλου, οι οποίες λόγω  του μικρού πλάτους του  περιορίζονται μόνον στις τυπικές δεσποτικές.  Ωστόσο εδώ, ελλείψει άλλης  προσκυνηματικής εικόνας της Παναγίας σε αυτό το χώρο, η νεότερης τέχνης εικόνα της στο τέμπλο (μια ροδαλή  Παναγία με γαλήνιο βλέμμα που χαμογελάει καρτερικά και τρυφερά, σε αντίθεση με τη «σκοτεινή» Παναγία της εικόνας του άλλου ναού με το οξύ, διεισδυτικό βλέμμα) φέρει μια πορφυρή «ποδιά» που την καλύπτει σε όλο  το ύψος του τέμπλου, καθώς και πλήθος από μεταλλικά «τάματα» με διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις, ανάλογες με τα θεραπευτικά και άλλα αιτήματα των πιστών προς Αυτήν. 


 Εμπρός  της είναι τοποθετημένα –σταθερά μπηγμένα στο δάπεδο του ναού– τα δύο γλυπτά  μαρμάρινα μανουάλια που ανέφερα παραπάνω. Το ένα από τα δύο έχει ωστόσο μετακινηθεί προς την πλευρά της δεσποτικής εικόνας του αη-Γιάννη, χωρίς τον υποδοχέα των κεριών, και στη θέση του έχει μπει ένα κινητό μπρούτζινο, πολυτελές επίσης, μανουάλι, αφιέρωμα κάποιου πιστού. Ευτυχώς που απλά μετακίνησαν λίγο  το μαρμάρινο και δεν το πέταξαν σε καμιά απόμερη άκρη του περίβολου, όπως βλέπω να γίνεται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις. Μια σειρά από πολύτιμα ασημένια καντήλια-αφιερώματα κρέμονται από μια σιδερόβεργα σε όλο το   πλάτος του ναού εμπρός  στην Παναγία,  καθώς  και ένας ασημένιος επίσης, σχετικά μικρός, πολυέλαιος με μελισσοκέρια. Τεκμήρια πολύτιμα, μεταφορικά και οικονομικά, που αναδεικνύουν και την ένταση της διφορούμενης (πίστης και φόβου ταυτόχρονα) λατρευτικής σχέσης των προσκυνητών με τη μονή όσο και της πίστης στις θαυματουργές ιδιότητες της εικόνας της Μακελαρίτισσας.

Το τέμπλο και τα μαρμάρινα μανουάλια στο ναό της Παναγίας

Τα ασημένια καντήλια και ο πολυέλαιος, αφιερώματα των πιστών,  κρεμασμένα στην οροφή

Από μια ματιά που έριξα πίσω από τα βελούδινα παραπετάσματα που καλύπτουν τις θύρες του ιερού, είδα μέσα στο μισοσκόταδο μπηγμένο μέσα στο δάπεδο στη  ΝΑ γωνία, το περίφημο αρχαίο πιθάρι με το θαυματουργό λάδι που σύμφωνα με το θρύλο (βλ. μαρτυρίες)  θεράπευσε τις πληγές των οικοδόμων-εργατών του ναού, που γκρεμίστηκαν από τη σκαλωσιά. Είναι και σήμερα γεμάτο με «θαυματουργό» λάδι, το οποίο προσφέρεται ή πωλείται στο εκθετήριο της μονής σε κομμάτια βαμβάκι εμποτισμένα με αυτό, προς θεραπεία και ευλογία των πιστών. 

Λεπτομέρεια του επιζωγραφημένου τέμπλου κάτω από τις δεσποτικές εικόνες

  

Κάτω αριστερά το πιθάρι με το λάδι που θεράπευσε τους μαστόρους όταν έχτιζαν το ναό της Παναγίας (βλ. τη μαρτυρία στο τέλος του κειμένου)

Καθώς ο παπάς και οι προσκυνητές είχαν αποσυρθεί στα κελιά ή μερικοί ξάπλωναν αποκαμωμένοι στη σκιά των χαγιατιών για τη μεσημεριανή ξεκούραση,  ολοκληρώσαμε την περιήγηση του χώρου  επισκεπτόμενες  το «αρχονταρίκι» και την κουζίνα. Το πρώτο, χώρος  υποδοχής με τζάκι στον ανατολικό τοίχο,  έχει στο κέντρο του το μεγάλο τραπέζι και γύρω καρέκλες, ένα καναπέ και ένα μπουφέ με γυαλικά.  Η μεγάλη φωτογραφία του μητροπολίτη Καλαβρύτων  είναι αναρτημένη πάνω από το τζάκι και στους γύρω τοίχους εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και Αγίων. Ένα σταμπωτό ύφασμα φερμένο από τους Αγίους Τόπους, με εικόνες και σύμβολα από το «θάνατο» του Χριστού που συνήθως φυλάνε για σάβανό τους οι «χατζήδες» (αυτοί που προσκυνούν στα Ιεροσόλυμα), έχει μπει σε κορνίζα και κρέμεται επίσης σε εξέχουσα  θέση.
 Η κουζίνα,  φτωχική, εξοπλισμένη με τα στοιχειώδη  αλλά καθαρή και τακτοποιημένη από τις γυναίκες προσκυνήτριες, «κρέμεται» πάνω από το χάος, καθώς είναι χτισμένη έτσι που να κλείνει τον περίβολο της μονής προς τη νοτιοδυτική, απότομη πλευρά του λόφου. Από τα παράθυρά της βλέπει κανείς νότια, χωμένο στο βάθος του φαραγγιού, το προσκύνημα της «Μεταμόρφωσης»  και στα  δυτικά, ακριβώς από κάτω,  έναν απόκρημνο επίσης προ-λόφο του λόφου της μονής με επίπεδη  κορυφή, όπου κατά τον ιερέα είχε χτιστεί επί Βελισσάριου η αρχική μονή και όπου (κατά τον ίδιο πάντα)  φαινόντουσαν παλιότερα ίχνη από δομημένες πέτρες. Εμένα το στρογγυλό σχήμα της κορυφής του μου θύμιζε και αλώνι (ως γνωστό τα αλώνια στα βουνά κυρίως χτίζονται με πέτρες). Το να υπήρχε εκεί αλώνι δεν ήταν απίθανο, δεδομένων των αναβαθμίδων για σιτηρά που έβλεπα στις πλαγιές αλλά και σύμφωνα με την πληροφορία του παπά και πάλι  ότι στο σημείο εκείνο φυσάει πάρα πολύ, όπως και διαπιστώναμε, αφού ακούγαμε τον αέρα να σφυρίζει μέσα στο καυτό απομεσήμερο. Απ’ όσο μπόρεσα να παρατηρήσω, δεν ανακάλυψα σε όλη τη μονή κάποιο οικοδομικό ή άλλο στοιχείο που να δηλώνει  προχριστιανικά ή/και παλαιοχριστιανικά ίχνη ναού στο χώρο. Η απάντηση του ιερέα σε σχετικό ερώτημα, ήταν επίσης αρνητική.
Ήταν ώρα  να φάμε και εμείς και να ξεκουραστούμε λιγάκι. Είχαμε αφήσει στο αυτοκίνητο το καλάθι με τις προμήθειες και στρωσίδια για ν’ απλώσουμε κάτω από κάποιον ήσκιο που θα βρίσκαμε εκεί. Κατεβήκαμε λοιπόν  στον ανοιχτό  χώρο στάθμευσης που πυρπολούσε ο ήλιος και ελλείψει άλλης σκιάς πιο κοντά, εντόπισα ένα πλατάνι νότια της μονής και απέναντί της, ακριβώς στην κορυφή  του κάθετου βράχου στη ρίζα του οποίου κρύβεται  η αγια-Σωτήρω

Η φίλη μου στη σκιά του πλάτανου που φιλοξένησε το γεύμα μας. 
Στην πάνω δεξιά γωνία, διακρίνεται η μονή. 

Η δροσερή σκιά του μας φιλοξένησε τις επόμενες μια-δυο ώρες.  Οι στρατιές από πεινασμένα  μυρμήγκια που πλημμύρισαν πάραυτα τον τόπο όταν απλώσαμε κάτω το λιτό γεύμα μας, μας ανάγκασαν να το επισπεύσουμε. Ξαπλώσαμε κατόπιν αυτού άβολα στα λεπτά στρωσίδια μας που επέτρεπαν στις πέτρες να μας ενοχλούν, διώχνοντας ταυτόχρονα και τα τελευταία μυρμήγκια που είχαν τρυπώσει στα ρούχα μας, αλλά μας αποζημίωνε το δροσερό αεράκι  και η μουσική από το θρόισμα των φύλλων του πλάτανου, που αυτό προκαλούσε. Αγναντεύοντας  μέσα από τα αραιά κλαδιά του πλάτανου τη μονή να στέφει τον πανύψηλο βράχο, αναλογιζόμουν και πάλι την επιμονή της «ορείας» θεάς να εγκατοικεί ανά τους αιώνες στον ιερό  αυτό τόπο, μέχρι που ένας πολύ σύντομος ύπνος  ήρθε κι έκλεισε για λίγο τα μάτια μου, ενώ η πάλη με τα μυρμήγκια δεν τον άφησε να επισκεφθεί και την φίλη μου.
 Μια βόλτα για σωματική ανάγκη  μετά από λίγο, μου αποκάλυψε πως στη ρίζα του πλάτανου προς την αθέατη σε μας πλευρά του κορμού του, βρισκόταν μια μικρή πηγή. Ένας πέτρινος κορίτος δεχόταν το λιγοστό δροσερό νερό της που έπεφτε σταγόνα-σταγόνα και αφού λίμναζε στην πέτρινη γούρνα, όταν ξεχείλιζε χυνόταν στο χώμα ποτίζοντας τα βρύα που φύτρωναν εκεί. Οι μικρές υδρόβιες κάμπιες που  κολυμπούσαν μέσα στη  γούρνα έκαναν το νερό ακατάλληλο προς πόση. Συνειδητοποίησα τότε ότι το λιγοστό, πλην αέναα ρέον,  νερό τούτης της πηγής  πότιζε σιγά-σιγά και το βράχο και έσταζε εν τέλει μέσα στις χτισμένες ιερές σπηλιές της αγια-Σωτήρως που είναι στα ριζά του ακριβώς κάτω από αυτό τον πλάτανο, πλην σε μεγάλο βάθος.
Η θέα ενός αυτοκινήτου που μόλις είχε σταματήσει εμπρός στην αυλόπορτα της μονής από το οποίο είδαμε να ξεφορτώνουν λουλούδια, μας ξεσήκωσε άρον-άρον για να προλάβω να φωτογραφίσω το στολισμό της εικόνας και του επιτάφιου. Αρκετά άλλα αυτοκίνητα προσκυνητών ήταν τώρα  επίσης σταθμευμένα, ανάμεσά τους και η απαραίτητη καντίνα με ποτά και φαγητά για όσους δεν είχαν φέρει μαζί τους αλλά και με λιχουδιές για τα παιδιά. Στην αυλόπορτα του μοναστηριού συναντηθήκαμε  με μια μαυροντυμένη μεσόκοπη αδύνατη γυναίκα που μόλις έφτανε πεζή και αυτή από ένα μακρινό χωριό, έχοντας ξεκινήσει στις τέσσερις τα ξημερώματα, όπως μας είπε. Καθώς είχε σταθεί λίγο να ξαποστάσει, πιάσαμε κουβέντα και δέχτηκε να πει μπροστά στην κάμερα  την ιστορία της ονομασίας «Μακελλαριά», όπως την ήξερε.

Προσκυνήτρια  που έφτασε πεζή στη Μονή και  αφηγείται την ιστορία της "Μακελλαριάς"


Ο επιτάφιοςτης Παναγίας

Μέχρι  ν’ ανέβουμε, βρήκαμε την εικόνα στολισμένη ήδη, γιατί η όμορφη λουλουδένια γιρλάντα που την περιέβαλε είχε έλθει έτοιμη, φτιαγμένη  από τον ανθοπώλη με ακριβά λουλούδια και απλώς την  τοποθέτησαν. Ήταν ακόμα εκεί  δύο νέες γυναίκες και ένας νέος άνδρας, σύζυγος της μιας από αυτές, που κατάγονται από το γειτονικό χωριό Φλάμπουρα, οι οποίοι  και είχαν αφιερώσει τη γιρλάντα στην Παναγία και την είχαν στολίσει  μαζί με τον ιερέα. 

 Η εικόνα της "Μακελαρίτισσας" με τη λουλουδένια γιορτινή φορεσιά της

Οι ίδιοι, συνοδευόμενοι τώρα από εμένα και τη φίλη μου, μπήκαν μετά σε ένα κελί όπου βρισκόταν ο ξύλινος σκελετός  του επιτάφιου λίκνου-φέρετρου  της Παναγίας. Κάδοι και καλάθια με λουλούδια ανάμεσα στα κρεβάτια όπου ξάπλωναν δύο μικρά κορίτσια  περίμεναν εκεί για να στολίσουν τον «επιτάφιο». Οι δύο νέες γυναίκες, σε αρμονική συνεργασία μεταξύ τους, άρχισαν με σβελτάδα, γούστο αλλά και ευλάβεια να ντύνουν με τα λευκά άνθη (ντάλιες) τα δύο επιμήκη ξύλα που διαπλεγμένα χιαστί σχημάτιζαν ένα θόλο, που υψωνόταν πάνω σε μια τραπεζοειδή κατασκευή και στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένας σταυρός από σπογγώδες πλαστικό υλικό.  Οι στολίστρες απόκοβαν τα λουλούδια από το μίσχο τους,  κάρφωναν στον κάλυκα κάθε λουλουδιού από μια οδοντογλυφίδα και τα έμπηγαν κοντά-κοντά  στο σπογγώδες υλικό που κάλυπτε τα ξύλινα μέρη του θόλου, καλύπτοντάς τα εντελώς με τα λευκά άνθη. Για τον σταυρό  είχαν εξασφαλίσει  μια δέσμη από άλικα, σαν αίμα, βελούδινα τριαντάφυλλα κήπου. Κάθε τόσο φώναζαν και το νεαρό άντρα για βοήθεια ή για να πάρουν τη γνώμη του, ενώ κατά διαστήματα έμπαινε μέσα και ο ιερέας για να εποπτεύσει το στολισμό. Η έφηβη μικρή κόρη της μιας σηκώθηκε κάποια στιγμή και βοηθούσε επίσης, ενώ η μικρότερη παρακολουθούσε από το κρεβάτι της, σκεπασμένη με μια κουβέρτα μέσα στη δροσιά του πέτρινου κελιού. 
Στολίζοντας τον "επιτάφιο" της Παναγίας

Όταν «ντύθηκε» και ο σταυρός που στόλιζε στητός και κατακόκκινος την κορυφή σε αντίθεση με το λευκοντυμένο υπόλοιπο του επιτάφιου, οι στολίστρες στάθηκαν να τον καμαρώσουν με αγωνία για το όλο αισθητικό αποτέλεσμα, δεχόμενες και τα δικά μας επαινετικά σχόλια.  Μετά σήκωσαν με προσοχή από τη σιδερώστρα που ήταν σε μια άκρη του δωματίου ένα φρεσκοσιδερωμένο λευκό σατέν κάλυμμα με χρυσοποίκιλτες  παρυφές και «έντυσαν» το κατώτερο τραπεζοειδές  κομμάτι του επιτάφιου. Ευλαβές έργο των χεριών τους και  η στρώση, είχε κεντημένη   με ασημοκλωστές την  επιγραφή «Η ζωή εν τάφω» στην μπροστινή μακρά πλευρά του επιτάφιου. Μας πληροφόρησαν ότι όλα ήταν προσφορά των οικογενειών τους (ο ξύλινος σκελετός έργο του συζύγου που ήταν εκεί) στην Παναγία  και ότι ο «επιτάφιος»  γινόταν εφέτος πρώτη φορά, με πρωτοβουλία τους. 

Ο «επιτάφιος» μεταφέρθηκε μετά με προσοχή στο  ναό της αγίας Τριάδας και τοποθετήθηκε στο κέντρο του, κοντά στη στολισμένη επίσης προσκυνηματική εικόνα της Παναγίας. Και τα δύο ανθοστολισμένα ιερά αντικείμενα κάτω από τον πελώριο, μπρούντζινο απαστράπτονα πολυέλαιο έδιναν τώρα περισσότερη λάμψη και εορταστικό, πανηγυρικό  τόνο στο ναό. Μέσα στο κουβούκλιο τοποθέτησαν ένα σκούρο πορφυρό βελούδινο ύφασμα όπου είναι ιστορημένη με χρυσοκλωστή η εικόνα  της «κεκοιμημένης» Παναγίας και σκόρπισαν πάνω της ροδοπέταλα. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο νέος άντρας ανέβηκε στο δεξί ψαλτήρι και άρχισε να ψάλλει «τα εγκώμια» της Παναγίας, διαβάζοντας από ένα έντυπο τους λόγιους ψαλμούς που έχουν συντεθεί  κατά τα επιτάφια «Εγκώμια» του Χριστού.


Φάσεις από τον στολισμό του "επιτάφιου" της Παναγίας και την τοποθέτησή του μέσα στο ναό

Καθώς παρατηρούσα στο ναό την "κεκοιμημένη" Παναγία, ξαπλωμένη μέσα στο κουβούκλιο-φέρετρό της δίπλα στην ανθοστόλιστη εικόνα της ως Βρεφοκρατούσας,  μου ήρθε στο μυαλό μια άλλη, παρόμοια εικόνα. Αφορά τη νεκρική παράσταση πάνω σε ένα θραύσμα υστερο-μυκηναϊκού κρατήρα το οποίο βρεθηκε στο "δρόμο" ενός λαξευτού τάφου της ίδιας εποχής στην τοποθεσία "Παλιομπουκοβίνα" του χωριού Αγία Τριάδα (πρώην Μπουκοβίνα) στο ΒΑ άκρο της Ηλείας, όχι πολύ μακριά από την μονή της Μακελλαριάς. Η παράσταση αυτή απεικονίζει μια ανδρική, φαλλική φιγούρα ξαπλωμένη μέσα σε ένα, σχεδόν ίδιο με αυτό της Παναγίας, νεκρικό κουβούκλιο-φέρετρο περιβαλλόμενο από μοιρολογίστρες που "κλαίνε" τον  "νεκρό". Περιλαμβάνεται και μια, ολόιδια με την "κεκοιμημένη", ανδρική φιγούρα πλην όρθια σε χορυτική στάση που κρατάει ένα είδος σφυριού-πέλεκυ. Οι αρχαιολόγοι ερμηνεύουν την παράσταση ως σκηνή νεκρικής πρόθεσης κάποιου θνητού νεκρού και τον γυναικείο θρήνο γύρω του, με προεξάρχοντα τον όρθιο άνδρα, σε ιερατικό ίσως ρόλο. Η ερμηνεία αυτή δεν με έπειθε και το ζήτημα με είχε απασχολήσει τότε,  στο πλαίσιο της έρευνάς μου για τις τελετουργίες θανάτου στη σύγχρονη Ελλάδα, που εκδόθηκε ήδη σε βιβλίο. Η σκηνή όμως που έβλεπα μπροστά στα μάτια μου στο πλαίσιο της γιορτής του 15Αύγουστου, με την "κεκοιμημένη" Παναγία να κείται στο νεκρικό κουβούκλιο-επιτάφιο και δίπλα ακριβώς την εικόνα της ως Βρεφοκρατούσας με έκανε να συλλογιστώ ότι και η γριφώδης για μένα εκείνη  μυκηναϊκή αναπαράσταση πιθανόν ν' αναπαριστά κάτι παρόμοιο: την "πρόθεση" ενός συμβολικού, θεϊκού ή δαιμονικού νεκρού και ταυτόχρονα την εικόνα του σε άλλη φάση του μυθικού βίου του, δηλαδή το θάνατο και την αναγέννησή του,  στο πλαίσιο κάποιας εποχικής, αναγεννητικής μυκηναϊκής γιορτής, πιθανόν της άνοιξης. Για να μη μακρυγορώ εδώ και άλλο, σημειώνω πως  η παρατήρησή μου αυτή γέννησε στη συνέχεια μια σχετική μελέτη που ανακοίνωσα στο Συνέδριο με θέμα "Τιμώντας τους νεκρούς στην Πελοπόννησο" (Honouring the Dead in the Pelopnnese) που οργανώθηκε κατά το 2009 στη Σπάρτη από το τμήμα  Σπαρτιατικών και Πελοποννησιακών Σπουδών του πανεπιστήμιου του Nottingham και βρίσκεται ήδη δημοσιευμένη στα online Πρακτικά του Συνεδρίου, όπου μπορεί να την δει κάποιος (βλ. και σε αυτό εδώ το blog το post "Μυκηναϊκά και σύγχρονα δρώμενα θανάτου και αναγέννησης"). Ταυτόχρονα, αναλογιζόμενη επίσης και τις Μυκηναίες, Ηλείες κατά τεκμήριο, μοιρολογίστρες στην παράσταση του κρατήρα,  συλλογιζόμουν πόσο συντηριτικές μπορεί να είναι οι λατρευτικές και οι νεκρικές πρακτικές μέσα στους αιώνες! Συμβολικά νεκρική τελετουργία έχουμε και στην περίπτωση της Κοίμησης της Παναγίας εξάλλου, ενώ, σκέφτηκα, με βάση και τις σκέψεις που εξέθεσα παραπάνω σχετικά, δεν μπορεί να είναι τυχαία η συμβολική παρουσία της Αγίας Τριάδας (που συχνά αποτελεί και κοιμητηριακό ναό)  και εδώ στη Μακελλαριά και στη Μπουκοβίνα.
 Από το άρθρο: Eleni Psychogiou, “Mycenaean and Modern Rituals of Death and Resurrection: Comparative Data based on a Krater from Hagia Triada, Elis”, στο Lena Cavanagh, William Cavanagh and James Roy (επιμέλεια), Honouring the Dead in the Peloponnese. Proceedings of the conference held at Sparta 23-25 April 2009, Nottingham University, Center of Spartan and Peloponnesian Studies, CSPS On Line Publications 2, prepared by Sam Farnham, 20011, σ. 613-642"). 

Η "κοιμωμένη" Παναγία μέσα στο κουβούκλιο

Ένα επείγον τηλεφώνημα για την φίλη μου που την καλούσε να γυρίσει στα Λεχαινά, δεν  επέτρεψε να διανυκτερεύσουμε στη μονή, όπως σκόπευα, για να καταγράψω τον πανηγυρικό εσπερινό της παραμονής, την εγκοίμηση στη μονή, τη θεία λειτουργία ανήμερα, το φαγοπότι των πανηγυριστών κ.λπ. Έτσι, προχωρημένο απόγευμα, πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Ο άγιος Κωνσταντίνος "στο Χάνι"

Ήθελα ωστόσο να προλάβω να εντοπίσω και να φωτογραφίσω το ξωκλήσι του αγίου Κωνσταντίνου στο όμορο προς τη μονή χωριό Νιοχώρι μια που ήταν κοντά, γιατί ποιος ξέρει αν θα με ξανάφερνε ο δρόμος μου σε αυτά τα μέρη. Την πολύτιμη για μένα αυτή πληροφορία την είχα εκμαιεύσει από το νεαρό άνδρα από το Φλάμπουρα. Η απόσταση που διανύσαμε στο δύσκολο χωματόδρομο μου φάνηκε τώρα πιο σύντομη. Πολλά αυτοκίνητα με προσκυνητές που πήγαιναν για τον εσπερινό και ίσως για εγκοίμηση στη χάρη της, διασταυρώνονταν  τώρα μαζί  μας. Φτάσαμε στο Νιοχώρι και από εκεί, ρωτώντας τους λιγοστούς ανθρώπους που βρήκαμε εκεί, στον Άγιο Κωνσταντίνο  «στο Χάνι», όπως τον προσδιόρισαν οι ίδιοι. Το «θαύμα» έστεκε και πάλι εκεί, μπρος στα μάτια μου. 

Το ξωκλήσι του άγιου Κωνσταντίνου (και της Ελένης) μέσα στα σιταροχώραφα

Ό μεγάλος κάμπος-πυθμένας της κοιλάδας  που διασχίζει και ποτίζει ο ποταμός Σελινούντας  ανάμεσα στο Παναχαϊκό βόρεια, τον Κλωκό και τον Χελμό βορειοανατολικά, τον Ερύμανθο νοτιοδυτικά, απλωνόταν  γύρω μας.  Τούτη την εποχή έμοιαζε σαν ολόχρυσο μαλακό χαλί, εικόνα που του έδιναν  οι  καλαμιές των θερισμένων σιταριών που καλλιεργούνται ακόμα σε όλη την έκταση τούτου του κάμπου-σιτοβολώνα όλων των χωριών που είναι σκαρφαλωμένα τριγύρω στις πλαγιές των βουνών. Στο κέντρο περίπου του μήκους τούτου του απέραντου και πολύτιμου για τους ορεινούς κάμπου που ξαπλώνει νωχελικά σαν θαύμα ανάμεσα στις ψηλές βουνοκορφές και όχι  μακριά από την αριστερή  όχθη του ποταμού, έχει χτιστεί ο «άγιος Κωνσταντίνος». Στο πλαίσιο της ερευνητικής  υπόθεσης που υποστηρίζω, η εικόνα του τοπίου που αντίκριζα μου παρείχε από μόνη της ένα από τα πιο  ισχυρά τεκμήρια που θα μπορούσα να αναζητήσω για τη σχέση της αγίας Ελένης (και του Κωνσταντίνου)  με τα σιτηρά, ως διαμεσολαβούσα μορφή ανάμεσα στην «πότνια σίτου» μυθική Ελένη  και την «ορεία» μάγισσα Ελένη της προφορικής  παράδοσης. Η ύπαρξη τούτου του ναού όσο και του σιτοβολώνα  τόσο κοντά στο μοναστήρι, ενίσχυε την άποψή μου για τη λανθάνουσα  ταυτότητα της «Μακελλαριάς», που υποστηρίζεται νομίζω επιπλέον και από την πληροφορία που μας έδωσε μια άλλη γυναίκα στο μοναστήρι, ότι ξωκλήσι αγίου Κωνσταντίνου υπάρχει και στο γειτονικό εκεί χωριό Κρυονέρι και που μάλλον δεν προλαβαίναμε να επισκεφθώ τούτη τη φορά.
 Στο φόντο του ναού, από τη δύση που τον ατένιζα, ορθώνονταν μερικά πανύψηλα πλατάνια  με ένα πηγάδι στη βάση τους τα οποία πλαισίωναν ένα παλιό, μισοερειπωμένο πέτρινο σπίτι, χαρακτηριστικό της τοπικής αρχιτεκτονικής. Το μέγεθός του, τα πολλά προσκτίσματα, οι σταύλοι, το πηγάδι, η μοναχικότητά του στο τοπίο, η εγκατάλειψη, έδειχναν πως πρόκειται για το «Χάνι», που δίνει όνομα στο τοπωνύμιο με το οποίο μας  προσδιόρισαν τοπικά τη θέση του ναού οι Νιοχωρίτες λίγο πριν.  Ο χωματόδρομος που περνούσε δίπλα του, νότια και παράλληλα προς την κοίτη του ποταμού, επιβεβαίωνε  αυτή τη χρήση του κτίσματος, το οποίο  ακουμπούσε σχεδόν στην ανατολική πλευρά του ξωκλησιού του άγιου Κωνσταντίνου. Πολλά εξάλλου από τα ξωκλήσια των δύο αγίων που έχω μελετήσει βρίσκονται πάνω σε σημαντικές οδικές αρτηρίες.

 Το ξωκλήσι του άγιου Κωνσταντίνου (και της Ελένης) και το χάνι

Η πόρτα του ναού  ήταν ευτυχώς  ξεκλείδωτη,  στερεωμένη πρόχειρα με ένα σύρμα, σύμφωνα και με την ακριβή περιγραφή  που μας είχε κάνει ο νέος από το Φλάμπουρα στο μοναστήρι. Η σύνθεση των εικόνων ήταν και εδώ η «αναμενόμενη» από μένα: πλήθος από εικόνες των δύο αγίων, οι πλέον σημαντικές σε συνδυασμό με «δίδυμους» –καβαλαραίους και πεζούς– αγίους. Συνδυασμός  που μου προξένησε για μια φορά ακόμα ταραχή με την επιμονή του να επαναλαμβάνεται μη συνειδητά από τους πιστούς, κυρίως από τις γυναίκες, θέλοντας ίσως να μας διηγηθεί μια πολύ παλιά ιστορία.


Πάνω και κάτω: Ξωκκλήσι αγίου Κωνσταντίνου (και Ελένης), εσωτερικό

Κατά το σούρουπο ανηφορίσαμε, αφήνοντας πίσω μας τον χρυσαφένιο κάμπο και στρίψαμε στην εθνική οδό Καλαβρύτων-Πατρών, προς την αντίθετη φορά από αυτήν που είχαμε έλθει. Οι πλατείες και οι κεντρικοί δρόμοι των συνήθως έρημων  ορεινών χωριών που διασχίζαμε έσφυζαν τούτη την ώρα από ζωή, καθώς παραμονή της μεγαλύτερης στην πραγματικότητα γιορτής της Ορθοδοξίας, όλοι οι ξενιτεμένοι βρίσκονταν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και είχαν βγει στην αγορά και τους ναούς για να την γιορτάσουν, συνδυάζοντας και τις διακοπές τους. Από τους  φωτισμένους ναούς ακούγονταν οι ψαλμοί του εσπερινού της γιορτής της Παναγίας και μοσχοβολούσε το λιβάνι. Για μια ακόμα από τις ελάχιστες φορές το χρόνο, τα βουνίσια χωριά  γιόρταζαν και καμάρωναν  τα  ξενιτεμένα και μη παιδιά τους.



Μαρτυρίες
Η συζήτηση λαβαίνει χώρα τη Δευτέρα, 14 Αυγούστου 2006, παραμονή Πανηγυριού 15Αύγουστου, ώρα 4.30 μ.μ. περίπου, στην κουζίνα της μονής, ανάμεσα στην ερευνήτρια, ζευγάρι προσκυνητών και τον ιερέα. Είναι παρούσα και παρεμβαίνει το τέλος της  συζήτησης η Κατίνα Κούρτη - Καρατσώρη, συνταξιούχος δασκάλα από τα Λεχαινά Ηλείας,  η οποία ζει μόνιμα στην Καβάλα, φίλη της ερευνήτριας που τη συντροφεύει στο συγκεκριμένο ερευνητικό ταξίδι.

[Ελένη Ψυχογιού] Ερώτηση;
Εσείς τί ξέρετε γι’ αυτή τη μονή εδώ, για το όνομα, για όλ’ αυτά;
Απάντηση:  [άνδρας από το γειτονικό χωριό Φλάμπουρα που έχει έλθει με τη γυναίκα και τα παιδιά του από το πρωί της παραμονής και φροντίζει μαζί με τη γυναίκα του τα του πανηγυριού στο ναό βοηθώντας τον ιερέα ]: Δεν ξέρω, ό,τι ξέρει κι ο παππούλης εδώ, να σας τα πει ο παππούλης  [εννοεί τον ιερέα]….
Ερ.: Ο παπούλης μου τα έχει πει, εγώ θέλω από σένα να μάθω τι ξέρεις, που είσαι εδώ της περιοχής. Ό,τι ξέρεις, πες μου ό,τι ξέρεις.
Απ.: Το όνομα Μακελλαριά το ’χει πάρει από ένα μακελλειό που έγινε παλιά. Ήτανε οι Τούρκοι ’δώ και θέλανε να κάψουνε το μοναστήρι. Και τους λέει ο Ηγούμενος τότε να πετάξουμε  ένα καντήλι από αυτό το βράχο [όπου είναι χτισμένη η μονή]  να πέσει κάτου στο γκρεμό και θα μείνει όρθιο και αναμμένο. Αν το βρεις έτσι κάτου που θα κατέβεις,  του λέει, δε θα κάνεις ζημιά στο μοναστήρι. Μόλις το ’ριξε, το πέταξε ο παππούλης το καντήλι, κατεβαίνουνε  κάτου οι Τούρκοι και το βρίσκουνε το καντήλι όρθιο και αναμμένο και γλύτωσε το μακελλειό που ήτανε να γίνει ’δώ πέρα. Αλλά είδε στον ύπνο του μετά από δυο μέρες ο Ηγούμενος την  Παναγία μας και του είπε  «μην ξαναβάλεις τέτοια στοιχήματα, του λέει ’δώ πέρα, γιατί εγώ έλειπα, του λέει, δεν ήμουνα εδώ για να προλάβω και πρόλαβα του λέει κι έβαλα  το δαχτυλάκι μου και έπιασα  το καντήλι  και έμεινε όντως αναμμένο» .
Το ένα είναι αυτό. Το δεύτερο είναι, το εκκλησάκι ξεκίνησε να χτιζότανε από  κάτω, όπως πρωτομπαίνουμε στην είσοδο,
Ερ.:  Εκεί που λέει  για την Σωτήρα;
Απ. : Πιο πάνου απ΄τη Σωτήρω, βρέθηκε η εικόνα [της Παναγίας] ’κει κάτου όταν σκάβανε,
Ερ. Πού, στη Σωτήρω, ή πιο πάνω, εκεί που λες;
Απ.: Πιο ΄πανω απ΄τη Σωτήρω, πιο πάνω,  η Σωτήρω είναι από κάτου, είναι ίσα απ΄ τον  πλάτανο, χτίζανε το  πρωί οι μαστόροι,   το βράδυ τα εργαλεία όλα εξαφανιζόσαντε και ερχόσαντε απάνου στην από κεί εκκλησούλα, τη μικρή.
Ερ. : Της Παναγίας,  που λέτε;
Απ. : Στης, Παναγίας, ήτανε  τότε βράχος εκεί πέρα.
Ερ. Α, ήτανε βράχος πριν εκεί, στην εκκλησία ;
Απ.: Ναι, ήτανε βράχος, μετά το σάξανε κι αν δεις σε μερικά σημεία έχει ακόμα  βράχο, στο πίσω μέρος. Βρίσκανε απάνω τα εργαλεία, ερχόσαντε  οι μαστόροι το πρωί τα κατεβάζανε πάλι κάτω και στο τέλος, αφού έγινε αυτό πεντέξι φορές, βλαστημάγανε κιόλας, και αφού ανεβήκανε πάνω, κατεβήκανε κάτω….περίμενε να θυμηθώ κιόλας…, εκαταλάβανε ότι ήθελε η Παναγία να γίνει το μοναστήρι ’δώ πάνου. Ξεκινήσανε να βάλουνε τα θεμέλια να φτιάσουνε την εκκλησία, και τότε είχανε πέσει από μια σκαλωσά που είχανε φτιάξει για να χτίσουνε την εκκλησία, έπεσε η σκαλωσά και πέσανε και χτυπήσανε πολλοί εργάτες. Τότε είχανε βρει αυτοί ένα κιούπι  μέσα στη γη και  είχε  νερό μέσα. Κι είπανε «ρίξτε νερό πάνω στις πληγές να τις ξεπλύνουμε», και μόλις ρίξανε το νερό επάνω στις  πληγές  έγινε λάδι και κλείσανε οι πληγές αυτομάτως και καταλάβανε ότι  ήτανε θαυματουργό, της Παναγίας. Υπάρχει το κιούπι ακόμα, μέσα στο ιερό της εκκλησίας  της Παναγίας. Είναι το λάδι που δίνουμε τώρα [σε βαμβάκι] για τα παιδάκια. 
Το δεύτερο είναι αυτό, το τρίτο πάλι είναι που πολλά θαύματα έχουνε γίνει εδωπέρα, πάρα πολλά θαύματα.
Ερ.: Σαν τί θαύματα δηλαδή;
Απ.: Θαύματα ότι έχει γιατρέψει πολύ κόσμο.
Ερ. : Από τί αρρώστιες;
Απ.:  Κι από καρκίνο, κι απ’ ό,τι αρρώστια φαντάζεσαι. Ανθρώποι στην εντατική που τους είχανε ξεγραμμένους, μόλις τους σταυρώσανε με το  λάδι εξυπνήσανε, συνήλθανε, μια χρονιά που  πανηγύριζε  η Παναγία μας εδώ, καλή ώρα σαν και σήμερα δηλαδή, ήσαντε δύο γυναίκες εδώ με δύο μωρά, ένα η  κάθε μία στην αγκαλιά, μωρά, περπατάγανε,  και ερχόσαντε από κάτω ακριβώς και πως είναι εδώ τώρα το πλάτωμα, τότε δεν είχε περίφραξη με τα κάγκελα, ήτανε  γκρεμός κατευθείαν κι όπως ερχόσαντε με τα μωρά επέσανε ταυτόχρονα και τα δύο στο γκρεμό και η μία γυναίκα είπε «Παναγία μου, σώσε μου το παιδί!» και η άλλη είπε «Παναγία μου, τί μό’ ’κανες!». Και αυτή που είπε  «Παναγία μου, σώσε μού το», όταν εκατεβήκανε κάτου ήτανε ακέραιο και η δεύτερη ήτανε νεκρό.
Ερ.: Αυτό τώρα, στις μέρες μας συνέβη ή παλιά;
Απ.: Όχι, έχει γίνει χρόνια αυτό, εικοσαετία και. Άλλα θαύματα μεγάλα, και πρόσφατα έχουνε γίνει πολλά θαύματα, δεν πάει τώρα ένας χρόνος. Το τελευταίο έχει γίνει τώρα, πριν ένα-ενάμισι μήνα περίπου.
Ερ.: Τί;
Απ.: Ήτανε πάλι ένας άντρας στην εντατική και ήρθε ο γέρος και πήρε λάδι από ’δώ να τον σταυρώσουνε και συνήλθε, ξύπνησε, ενώ τον είχανε ξεγραμμένονε.
Ερ.: Πού; Στο νοσοκομείο του Ρίου; 
Απ.: Στο Αίγιο.
[Παρεμβαίνει η γυναίκα του συνομιλητή]: Ο Παπα-Γιώργης τόνε σταύρωσε και τ’ απόγεμα ξύπνησε και σηκώθηκε.
Ερ. Τι λες! Και τώρα είναι καλά ο άνθρωπος δηλαδή;
Απ. : Ναι, είναι καλά.
Ερ. Η Αγια-Σωτηρα, κάτω, τι σχέση έχει με το μοναστήρι;
Απ.: Η αγια-Σωτήρω είχε βρεθεί η εύρεση της εικόνας της Μεταμορφώσεως.
Ερ.: Α, της Μεταμοερφώσεως, όχι αυτή εδώ της Παναγίας, άλλη εικόνα;
Απ.:  Η Παναγία  είχε βρεθεί πιο πάνω.
Ερ. Και τη λέτε αγια-Σωτήρα εκεί;
Απ. : Αγιασωτήρω.
Ερ. Και έχει αγίασμα; Γιατί στάζει νερό εκεί, είναι τρύπιο από πάνω.
Απ. : Έχει αγίασμα.
Ερ. : Γιατί έχει δύο κτίσματα; Ήταν δύο εκκλησίες;
Απ.: Το πρώτο είναι κελί, είναι κελί. Παλιά μένανε κάτου, το καλοκαίρι, μένανε ασκητές.
Ερ. : Α, και το άλλο μόνο είναι εκκλησάκι. Μου είπε ο παππούλης ότι το φτιάξατε εφέτος.
Απ.: Ναι, εφέτος.
Ερ.: Η εικόνα του αγίου Κωνσταντίνου και της Ελένης γιατί είναι εκεί; Υπήρχε και παλιότερα;
Απ.: Όχι, το παιδί που ήρθε κι έφτιαξε τα χρυσά ‘κεί κάτου, το λένε Κώστα και έφτιαξε την εικόνα.
Ερ. Μα ο παππούλης όμως μου είπε  ότι υπήρχε και μια παλιότερη, χαλασμένη εικόνα και ότι την αντικαταστήσανε με αυτή την καινούργια.
Απ.: Μπορεί να υπήρχε, αλλά, τυχαία. Όχι ότι…
[μεσολαβεί παύση, δεν συνεχίζει]
Ερ. Το όνομά σου; Πώς σε λένε;
Απ.: Σωτήρης Λυκουργιώτης [;].
Ερ. Και είσαι πόσων χρονών;
Σωτήρης: Τριανταδύο.
Ερ.: Μένεις μόνιμα στο Φλάμπουρα;
Σωτήρης: Όχι, μένω Πάτρα. Στο Φλάμπουρα ερχόμαστε Σαββατοκύριακα, γιορτές, τέτοια.
Ερ. Μένουνε οι γονείς σου εδώ;
Σωτήρης. Όχι, κανένας, στην Πάτρα.
Ερ. Έχεις μεγαλώσει εδώ ή στην Πάτρα;
Σωτήρης: Στην Πάτρα. Οι γονείς μου είναι από ’δώ.
Ερ. Το μοναστήρι δηλαδή εδώ στην περιοχή είναι πολύ σεβαστό, ε;
Σωτήρης: Είναι σεβαστό και η Παναγία είναι προστάτης μας. Μεγάλη  η Παναγία η Μακελλαρίτισσα εδώ. Η παναγία η Μακελλαριά που είναι εδώ και η Παναγία η Μεγαλοσπηλιώτισσα, αυτές οι εικόνες γίνανε εν ζωή της Παναγίας μας, ζούσε ακόμα η Παναγία μας. Τις είχε ζωγραφίσει ο απόστολος   Λουκάς.
Ερ. Και μια Χρυσοποδαρούσα που είδα στο χάρτη, πού είναι;
Σωτήρης: Είναι στον Κάναλο, κάτω απ’ τον Κάναλο.
Ερ. : Είναι μοναστήρι, σαν αυτό εδώ, ή απλά κάποιο εκκλησάκι;
Σωτήρης: Μοναστήρι.
[Παρεμβαίνει στη συζήτηση ο ιερέας, του χωριού Πριόλιθος, που είναι μέλος της Επιτροπής που έχει τη διοίκηση της μονής και θα ιερουργήσει για το πανηγύρι, ο οποίος έχει μπει πριν λίγη ώρα στην κουζίνα και ακούει τα όσα διαμείβονται]
Παπάς: Εκεί δεν μπαίνει γυναίκα  μέσα, έξω, στην αυλή, όλοι, έξω από την αυλή.
Ερ. Πού; Στη Χρυσοποδαρούσα; Πότε γιορτάζει; Σήμερα και αυτή;
Παπάς: Στις εικοσιτρείς, στην Απόδοση.
Ερ.: Α, τότε να πάω και εκεί.
Παπάς: Μπορείτε να πάτε, ναι, θα μείνετε έξω όμως, δεν αφήνει ο Ηγούμενος να μπείτε μέσα.
Ερ.: Α, ναι, καθόλου δεν αφήνει;
Σωτήρης: Είναι περίεργοι.
Παπάς: Δεν είναι περίεργοι, είναι άβατο, δεν αφήνουνε, μόνο την ημέρα στο πανηγύρι.
Ερ. Γιατί είναι άβατο;  Μήπως είναι Παλαιοημερολογίτικο;
Παπάς: Όχι, όχι, έτσι είναι.
Ερ.:  Και  γιατί την λένε Χρυσοποδαρούσα;
Παπάς; Είναι η ονομασία της, πως λέμε εδώ Μακελλαριά.
Ερ. : Ναι, έλεγα μήπως είναι η εικόνα, μήπως φαίνεται να φοράει χρυσά παπούτσια…
Σωτήρης: έχει κλαπεί, την έχουνε κλέψει την εικόνα, παππούλη. Ο Τσάκαλος μου το ’πε.
Παπάς:  Ναι; Πότε;
Σωτήρης: Πάνε δυο χρόνια, τρία.
Παπάς: ‘Οχι μωρέ, δε…άλλη έχουνε κλέψει.
Σωτήρης: Ο Τσάκαλος μου το ’πε, δεν ξέρω κατάπόσο ισχύει.
Παπάς: Όχι, επειδή με τον ηγούμενο, τον ξέρω από πολύ παλιά, τον ξέρω από παιδί, δεν ήτανε μοναχός, ο πατέρας του είχε τυροκομείο στη Βλασία, και γνωριζόμαστε από πολύ παλιά, όταν έγινε μοναχός όμως εσταμάτησε, εεπ, έλα ’δώ, του λέω.
Ερ. Και αυτό ποιος το ορίζε, ο ηγούμενος, αν θα είναι άβατο ή ο Μητροπολίτης;
Παπάς: ο Ηγούμενος έχει το λόγο στη μονή. Δεν έχει καμιά δουλειά ο Δεσπότης, με κανένανε.
Ερ. Η Σωτήρα θεωρείται πιο παλιά από τη Μακελλαριά ;
Παπάς: Μαζί είναι αυτές, μαζί.
Ερ. Δηλαδή η εύρεση έγινε ταυτόχρονα;
Παπάς: Ναι, μαζί.
Ερ. Καλλιεργούσανε εδώ γύρω στάρια;
Παπάς: Ποιος; Οι μοναχοί;
Ερ. Οι μοναχοί, ο κόσμος, όποιος, γιατί βλέπω εδώ γύρω πεζούλες.
Παπάς: Πολλά, πολλά στάρια, παλιά. Δεν υπήρχε χώρος που λέμε χέρσος. Όλα γύρω τα βουνά.
Σωτήρης: Οι Λαπαναγοί ήτανε μεγάλο κέντρο. Πώς λέμε Πάτρα τώρα; Ήσαντε οι Λαπαναγοί κάποτε.
Παπάς: Πριν το ’27 γινότανε δυο φορές τη βδομάδα λαϊκή [αγορά]. Ερχότανε όλα τα χωριά πάνω, όπως λέμε Ραχίτες, Σούλι, Λεόντιο, Άνω Οβριά, λέγανε να πάω στη λαϊκή στους Λαπαναγούς. Τώρα είναι δέκα άτομα.
Ερ. Μήπως ξέρετε εδώ κοντά κάποιο ξωκλήσι άγιου Κωνσταντίνου και Ελένης;
Σωτήρης: Στο Νιχώρι έχει, στο Νιχώρι.
Ερ. Είναι μετά το Φλάμπουρα;
Σωτήρης: Όχι, από ’δώ, πιο κοντά.
Ερ. Α, προς τα εδώ, πιο κοντά στη μονή; 
Σωτήρης: Ενδιάμεσα φλάμπουρα και Νιχώρι είναι ένα δρομάκι που πάει στον άγιο Κωσταντίνο.
Ερ. Είχε στάρια εκεί γύρω;
Παπάς: Πολλά στάρια, πολλά, εκεί είναι ο κάμπος τριών χωριών!
Ερ. Δεν θα είναι ανοιχτό να πάω να το δω…
Σωτήρης: Ανοιχτό είναι, ανοίγει η πόρτα, με ένα σύρμα είναι δεμένη, άμα πας στο Νιχώρι να ρωτήσεις και θα σου πούνε πώς να το βρεις.
Παπάς; Τί σχέση έχει τώρα αυτό που λέτε, εκκλησία ξέρω ’γώ, κάνετε κάποια μελέτη;
Ερ. Ναι, είμαι Λαογράφος  και εμάς μας ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα, η λαϊκή λατρεία που λέμε, τι πιστεύει ο κόσμος, τι παραδόσεις έχει για τις εικόνες, τις εκκλησίες…Τί λέει ο λαός, όχι μόνον η Εκκλησία .
Κατίνα Κ.: Μήπως υπάρχει κανένα τραγούδι για το μακελλειό που έγινε εδώ με τους Τούρκους;
Παπάς: Όχι, δεν υπάρχει, απ’ όσο ξέρω..
Ερ. Και αυτή η ιστορία με τον Βελισσάριο;  Τι σχέση είχε με την περιοχή;
Παπάς: Ε, στρατηγός ήτανε, σε τόσα μέρη πήγε, δεν θα πέρασε και από ’ δώ;
Ερ. Εδώ ακριβώς  είχε χτίσει τη μονή και ο Βελισσάριος;
Παπάς: Όχι ακριβώς, εδώ πίσω σε αυτό το τούμπι που βλέπετε [δείχνει κάτω από το παράθυρο δυτικά της μονής], δεν είχε και πολύ χώρο, όπως βλέπετε, για να το κάνει μεγάλο..
Ερ.: Φαινόντουσαν τίποτα πέτρες δηλαδή;
Παπάς: Πολύ παλιά έλεγαν οι παππούδες ότι κάτι φαινόταν, είχε κάτι λίθους.
Ερ. Είναι μετόχι των Ταξιαρχών του Αιγίου αυτό;
Παπάς: Ήτανε παλιά, όχι τώρα.




  

[1]Βλ. Ελένη  Ψυχογιού, 1993, ΚΕΕΛ, χ/φο αρ. 4510. Λαογραφική αποστολή (16/8-9/9) στους νομούς Ηλείας- Αχαΐας.Οικισμοί: Κουρτέσι (Βουπρασίας), Σούβαρδο (Καλαβρύτων).

[2]Βλ. Ελένη Ψυχογιού, 1997, «Οι δικοί μας άγνωστοι. Ακολουθώντας το δρόμο του κοπαδιού από τα χειμαδιά της Βουπρασίας στην Πίνδο», Αλφειός 12-13: 105-119. 2000Α, Της ίδιας, “Οι δρόμοι των νερών και των κοπαδιών: οι τελευταίοι νομάδες κτηνοτρόφοι στη βορειοδυτική Πελοπόννησο”, στο Β. Νιτσιάκος-Χ. Κασίμης (επιμέλεια), Ο ορεινός χώρος της Βαλκανικής. Συγκρότηση και Μετασχηματισμοί, εκδ. Πλέθρον-Δήμος Κόνιτσας, Αθήνα 2000, σ. 163-1
[4] Βλ. Barrovecchio Anne-Sophie, “Bélisaire: Geleral Byzantin, Héros Européen”, στο Ευρωπαϊκή Ακριτική Παράδοση: από τον Μεγαλέξανδρο στον Διγενή Ακρίτα, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Acrinet-Culture 2000, Αθήνα: 80-95..
[5]Για τον όσιο βλ.  Λαμψίδης  Οδυσσέας, “Αποστολικός κηρυγματικός μοναχισμός (η δράση του οσίου Νίκωνα του Μετανοείτε)”, στο Βούλα Κόντη (επιμέλεια), Ο μοναχισμός στην Πελοπόννησο. 4ος-15ος αι., έκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα 2004: 17-35.
[6] Βλ. Ψυχογιού Ελένη, ΚΕΕΛ, χφ. αρ. 4100, 1978, Λαογραφική αποστολή στο νομό Αχαΐας. Οικισμοί: Δροσιά (Προστοβίτσα), Σκιαδά, Πόρτες. . Της ίδιας, 1980, Λαογραφική αποστολή στο νομό Αχαΐας. Οικισμοί Καμενιάνοι, Λεχούρι, Άνω Βλασία Καλαβρύτων. ΚΕΕΛ, χφ. αρ. 4148· βλ.επίσης και παραπάνω, υποσημ. αρ. 2.
[8] Βλ. Ψυχογιού Ελένη,  «Συνομιλώντας με τον Δημήτρη Λουκάτο στο λαογραφικό χώρο και χρόνο: το πανηγύρι του “άγιου Κωσταντίνου” [και Ελένης] στον Καραβάδο», στο Ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος και η Ελληνική Λαογραφία, Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, αρ. 27, Αθήνα 2008, σ. 197-244. Της ίδιας, «Tο πανηγύρι της Παναγίας της Λάμιας στα Διλινάτα, στο πλαίσιο της “μεγάλης αφήγησης” για την Mητέρα-Γη (εθνογραφικό ημερολόγιο επιτόπιας έρευνας)», Κυμοθόη 20 (2010), σ. 163-199.
[9] Βλ. Μπίρμπα Γεωργίου Αλεξ., Πρωτοπρεσβυτέρου, Καλάβρυτα. Η Εθνεγερσία του 1821. Η αποφράδα ημέρα (13.12.1943). Τα προσκυνήματα της επαρχίας, Καλάβρυτα 2005.
[10] Βλ. Ελένη Ψυχογιού, Μαυρηγή και Ελένη. Τελετουργίες Θανάτου και Αναγέννησης, Δημοσιεύματα Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, αρ. 24, Αθήνα 2008.



Η Ελένη Ψυχογιού γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στα Λεχαινά Ηλείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,στη Φιλοσοφική Σχολή (1964-1968), από όπου πήρε πτυχίο ιστορίας και αρχαιολογίας (1969). Από το 1972 έως το 2006 εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Σχόλια

  1. Τι επιβλητικό τοπίο με τη μονή της Παναγιάς της Μακελλαριάς (πραγματικά αλλόκοτο όνομα) πάνω στους απόκρημνους βράχους!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου